-
61 δρῦς
δρῦς, ἡ (Pelop. ὁ, acc. to Sch.Ar.Nu. 401, cf. IG9(1).485.5 ([place name] Thyrrheum), but fem. in Arc., Schwyzer 664.23): gen. δρυός: acc. δρῦν (Aδρύα Q.S.3.280
): nom. pl.δρύες Il.12.132
, A.Pr. 832, etc.,δρῦς Thphr.CP2.9.2
, Paus.8.12.1: acc. pl. , Nu. 402, , Call.Del.84, AP7.8 (Antip. Sid.): gen.δρυῶν Hdt.7.218
: dual δρύε Hdn.Gr.1.420. [ῠ, exc. in δρῦς, δρῦν: gen. δρῡός at the beginning of a verse, Hes.Op. 436]:—originally, tree (δρῦν ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ.. πᾶν δένδρον Sch.Il.11.86, cf. Hsch.); including various trees, Thphr.HP3.8.2; esp. Quercus Aegilops ([etym.] φηγός ) and Quercus Ilex ([etym.] πρῖνος), cf.ἡ φηγὸς καὶ ἡ πρῖνος εἴδη δρυός Dsc.1.106
; opp. πεύκη, Il.11.494; opp. πίτυς, Od.9.186, cf. Il.13.389, 23.328, etc.; στέφανος δρυός crown of oak leaves, SIG2588.7 (Delos, ii B. C.); commonly, the oak, δ. ὑψικάρηνοι, ὑψίκομοι, Il.12.132, 14.398, cf. 13.389, 23.328, etc.; sacred to Zeus, who gave his oracles from the oaks of Dodona, Od.14.328;αἱ προσήγοροι δρύες A.Pr. 832
;πολύγλωσσος δ. S.Tr. 1168
, cf. Pl.Phdr. 275b: prov., οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι.. οὐδ' ἀπὸ πέτρης thou art no foundling from the woods or rocks, i. e. thou hast parents and a country, Od.19.163, cf. Pl.Ap. 34d, R. 544d, AP10.55 (Pall.); but οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης.. ὀαρίζειν 'tis no time now to talk at ease from tree or rock, like lovers, Il.22.126; ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην; why all this about trees and rocks (i. e. things we have nothing to do with)? Hes.Th.35; also διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν 'to see through a brick wall', Plu.2.1083d.II of other trees bearing acorns or mast (Paus.8.1.6), πίειρα δρῦς the resinous wood (of the pine), S.Tr. 766; of the olive, E.Cyc. 615 (lyr.); δ. θαλασσία, = ἁλίφλοιος, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.5G.III δ. ποντία, gulf-weed, Sargassum vulgare, Thphr.HP4.6.9.IV metaph., worn-out old man, AP6.254 (Myrin.), Artem.2.25. (Cogn. with δόρυ; cf. Skt. dru- 'wood', in compds.) -
62 εὐθηνιαρχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθηνιαρχικός
-
63 εὐθήρατος
εὐθήρ-ᾱτος, ον,A easy to catch or win,Διὸς ἵμερος οὐκ εὐ. ἐτύχθη A. Supp.87
; ἔτ' εὐ. AP12.105 (Asclep.), cf. Corn.ND28;στέφανος Plb. 31.25.3
;εὐ. ὑπὸ τῶν τοιούτων Arist.EN 1110b14
:—[dialect] Ion.[full] εὐθήρητος, v.l. [suff] εὐθήρ-ευτος, Opp.H.5.426.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθήρατος
-
64 εὔκλεια
εὔκλειᾰ, ἡ, [full] εὐκλείᾱ metrigr., A.Th. 685: [dialect] Ep.[full] ἐϋκλείη Il.8.285, Od. 14.402; [full] εὐκλεΐη IG 14.1663:—A good repute, glory, τὸν.. ἐϋκλείης ἐπίβησον Il.l.c., cf. Antipho Soph.49, Th.2.44, X.An.7.6.33, Pl.Mx. 247a, Ep. 354b, A.R.1.141, etc.;λιπὼν.. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch. 348
(lyr.);στέφανος εὐκλείας S.Aj. 465
, E.Supp. 315;ἄγαλμα εὐκλείας S.Ant. 703
.II Εὔ. personified, B.12.183, IG3.277.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκλεια
-
65 ζῆλος
ζῆλος, ου, ὁ, later εος, τό, Ep.Phil.3.6 codd. opt.; [dialect] Dor. [full] ζᾶλος IG12 (5).891, etc.:—A jealousy (= φθόνος), Hes.Op. 195, S.OT 1526: coupled with φθόνος by Democr.191, Lys.2.48, Pl.Phlb. 47e, 50c, Lg. 679c(pl.);εἰς ζῆλον ἰέναι Id.R. 550e
: more usu. in good sense, eager rivalry, emulation, Id.Mx. 242a, Arist.Rh. 1388a30.2 c. gen. pers., zeal for one, ; κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους in emulation of him, Plu.Thes.25;ζ. πρός τινα Luc.Dem.Enc.57
: abs., passion, PGrenf.1.1.13 (ii B.C.).3 c. gen. rei, ζῆλον.. γάμων ἔχουσα causing rivalry for my hand, E.Hec. 352;ζ. ἀζήλων καὶ φόβον ἀφόβων Phld.Oec.p.66J.
; ζ. τῶν ἀρίστων emulous desire for.., opp. φυγὴ τῶν χειρόνων, Luc.Ind.17;ἀνδραγαθίας Plu.Cor.4
; soζ. πρός τι Phld.Rh.2.53S.
, Plu.Per.2;ζ. περὶ τὰ στρατιωτικά Str.14.2.27
: pl., ambitions, Phld.Rh.2.54S.5 personified as son of Styx, brother of Βία, Κράτος, Νίκη, Hes.Th. 384.II pride, honour, glory, S.Aj. 503;ζ. καὶ χαρά D.18.217
; τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος, ib.120;ζῆλον καὶ τιμὴν φέρει τῇ πόλει Id.23.64
, cf. 18.273, 60.33.III spirit,τῆς πολιτείας Plb.4.27.8
: pl., tastes, interests, τοῖς ἀπὸ διαφόρων ἐπιτηδευμάτων, βίων, ζήλων, ἡλικιῶν, Longin.7.4.2 esp. in Lit. Crit., style,τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου Str.14.1.41
, cf. Plu.Ant.2. -
66 θάλλινος
A of or for young shoots,στέφανος IG12(1).162.3
([place name] Rhodes); ἀγγεῖα Sch.Ar.Av. 799: [full] θαλλῐνώδης, ες, covered with shoots, of the Wooden Horse, Cyr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θάλλινος
-
67 θεμίπλεκτος
A rightly plaited, θ. στέφανος a well-earned crown (or, as Sch., twined with due ceremony), Pi.N.9.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμίπλεκτος
-
68 κακοστέφανος
κᾰκο-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοστέφανος
-
69 καλλίνικος
A gloriously triumphant,τήνελλα ὦ καλλίνικε Χαῖρ' ἄναξ Ἡράκλεες Archil.119
, cf. IG12(5).234 ([place name] Paros); κῦδος κ. the glory of noble victory, Pi.I.1.12; Χάρμα κ. ib.5(4).54;καλλίνικος ἅρμασι Id.P.1.32
: c. gen., τῶν ἐχθρῶν triumphant over one's enemies, E.Med. 765;ἐραστῶν Pl.Alc.2.151c
; epith. of Helios, IG 12(2).127(Mytil.); of kings, as Seleucus II, Plb.2.71.4, Str.16.2.4, etc.; of martyrs, Cod.Just.1.3.35.3 ([place name] Zeno).II adorning or ennobling victory, μέλος, ὕμνος, Pi.P.5.106, N.4.16codd.; ῳ'δά, μοῦσα, E. El. 865(lyr.), Ph. 1728(lyr.); στέφανος, στέφη, Id.IT12, Alex. in Gëtt. Nachr.1922.10;κ. ἡλαίη Call.Iamb.1.283
; τὸ κ. the glory of victory, Pi.N.3.18; so καλλίνικος (sc. ὕμνος) Id.O.9.2;καλλίνικον οἴσεται E. Med.45
; ; also τὰν Ἡρακλέους κ. (sc. ᾠδὰν) ἀείδω ib. 681 (lyr.).III τὸ κ. an air for the flute, Trypho ap.Ath.14.618c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίνικος
-
70 καλλίπαις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλίπαις
-
71 κατωρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωρίς
-
72 κηρυκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηρυκτός
-
73 κισσοστέφανος
κισσο-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοστέφανος
-
74 κισσός
A ivy, Hedera Helix, of three kinds, two climbing ( μέλας and λευκός), and one creeping (also called ἕλιξ), Thphr.HP 3.18.6, cf. Dsc.2.179, h.Bacch.40; (lyr.);κισσοῦ στέφανος OGl49.7
(Egypt, iii B.C.); sacred to Dionysus,κισσῷ.. στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει E.Ba.81
(lyr.);κύκλῳ δὲ περί σε κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ar.Th. 999
: hence οἴνωψ (or οἰνωπός) S.OC 674 (lyr.). -
75 κίφος
-
76 κλεινός
A famous, renowned,νῆσος Sol.19.3
; freq.epith.of cities, Pi.O.3.2, 6.6, Epich.185; esp.of Athens, Pi.Fr.76, A.Pers. 474, E.Ph. 1758 (troch.); of persons,κ. οἰκιστήρ Pi.P.1.31
; μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία Epigr. ap. Hdt.7.228;Διὸς κλεινὴ δάμαρ A.Pr. 834
;ὁ κ. Φιλοκτήτης S.Ph. 575
; ὁ πᾶσι κ. Οἰδίπους καλούμενος all- renowned, Id.OT8; also ironically,ὁ πᾶσι νυμφίος Id.El. 300
;τόξοισι κλεινός A.Pr. 872
; of things, -ότερον γάμον Pi.P.9.112
;τὰ κ. αἰνίγματα S.OT 1525
(troch.);κ.ὄνομα Ar.Av. 810
;κ. τόξα S.Ph. 654
: [comp] Sup., -ότατος στέφανος E.IA 1529
(anap.);σοφία -οτάτη Ar.Nu. 1024
: neut. pl. as Adv.,στρατηλατήσας κλεινά E.HF 61
: rare in Prose, Pl.Lg. 721c, Sph. 243a; καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ is well-known of him, Luc.Peregr.18.II in Crete, = τὰ παιδικά, like [dialect] Att. καλός, Ephor.149 J., Ath.11.782c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεινός
-
77 κῶνος
κῶνος, ου,1 masc., the fruit of the πεύκη, pine-cone, = στρόβιλος, Ps.-Hdt.Vit.Hom.20, Thphr.HP3.9.5, Theoc.5.49, Dsc.1.69, etc.; used in Orphic rites, Orph.Fr.31.29.2 edible seed of the πίτυς, Mnesith. ap. Ath.2.57b; πιτύϊνοι κ. Alex.Mynd.ibid., cf. IG22.1013.19, OGI629.163 (Palmyra, ii A.D.).3 fem., pine tree, Pl. Epigr.25 (prob.), Plu.2.640c.II from like ness of shape,1 cone, Democr.155, Arist.Mete. 362b2, etc.; γραμμαὶ κατὰ κῶνον ἐκπίπτουσαι so as to form a cone, ib. 375b22, cf. 345b6; ὀρθογωνίου, ὀξυγωνίου, ἀμβλυγωνίου κώνου τομά, names for parabola, ellipse, and hyperbola, Archim.Con.Sph.Praef.b ὁ κ. τῆς γῆς conical shadow of the earth, Simp.in de An.133.5, cf. Phlp.in de An.348.27;τῆς νυκτὸς ὁ κ. εἰς ὀξὺ λήγει Dam.Pr. 213
.c ὁ τῆς ὄψεως κ. cone of vision, Gal.7.95, cf. Phlp.in de An.333.27 (pl.).3 = στρόβιλος, spinning top, Hsch.4 iron pole round which grain is piled in conical shape, PGrenf.2.17.3 (ii B.C.), Gal.19.76.5 στέφανος χρυσοῦς ἐπὶ κώνου δάφνης dub. sens. in Inscr.Délos 442 B56 (ii B.C.).III as place-name. πρὸς τῷ ἀνδροφόνῳ κώνῳ dub. sens. in IG3.61 A ii 15 (ii A.D.). -
78 λευκαία
λευκαία, ἡ, a synonym (perh. a variety) of σπάρτος, used for cordage or tackle, Moschio ap.Ath.5.206f:—written [full] λευκέα in BGU544.5 (ii A.D.), Artem.3.59 (who dists. it from κάνναβις), Hsch.II = λεύκη 11.1,λευκαίας στέφανος IG12(1).155
iii 79, iv 118:—hence [full] Λευκαῖος Ζεύς, Zeus of the white poplar, Paus.5.5.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκαία
-
79 λευκόϊνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκόϊνος
-
80 λιποστέφανος
λῐπο-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποστέφανος
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek