-
121 φιλύρα
A lime tree, Tilia platyphyllos, Hdt.4.67, Thphr.HP1.12.4, al., Dsc.1.96, Corn.ND24.II the bass underneath its bark, used for writing on, Gal.18(2).630, Hdn.1.17.1, D.C.72.8; for garlands,φιλύρας.. ἄφυλλος στέφανος Xenarch.13
. -
122 φύλλινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύλλινος
-
123 χαλκοστέφανος
χαλκο-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκοστέφανος
-
124 χλωρόκομος
χλωρό-κομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωρόκομος
-
125 χορός
χορός, ὁ,A dance, ;μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος Il.16.183
;τοὶ δ' ἄνδρες ἐν ἀγλαΐῃς τε χοροῖς τε τέρψιν ἔχον Hes.Sc. 272
, cf. 277;εἰς χ. ἐλθέμεν Il.15.508
, cf. Od.18.194;οὐδέ κε φαίης ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ' ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορόνδε ἔρχεσθ' ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν Il.3.393
, 394;χορῷ καλὴ Πολυμήλη 16.180
: later of the dance as a public religious ceremony,Διόνυσον τιμώσας χοροῖς E.Ba. 220
;φυλῆς Ἀκαμαντίδος ἐν χοροῖσιν Simon.148
, cf. Hdt.2.48, Isoc.9.1; χοροὺς ἀνῆγον αἱ πόλεις (sc. εἰς τὴν Δῆλον) Th.3.104; [pref] πεν-ἀνδρῶν χ. Simon.147
, cf. Sch.Aeschin.1.10; κύκλιος χ. (v. κύκλιος) ; θυσίῃσί σφεα (sc. Δαμίην καὶ Αὐξησίην) ; ;παιδικὸς χ. Is.7.40
, etc.;χ. ἀνδρικός X.HG6.4.16
, cf. Pl.Lg. 665b; τραγικοὶ χοροί, at Sicyon, Hdt.5.67: hence of the chorus in the Attic drama,οἱ χ. τῶν τραγῳδῶν Ar.Av. 787
, cf. Pax 807 (lyr.); χ. τραγικός, κωμικός, Arist.Pol. 1276b4; also χ. τρυγικός, τρυγῳδικός, Ar.Ach. 628 (anap.), 886; arranged in six rows, Cratin. 173; ὃς οὐκ ἔδωκ' αἰτοῦντι Σοφοκλέει χορόν (of the archon to whom the poet applied) Id.15;χ. αἰτεῖν Ar.Eq. 513
(anap.); , etc.; χορὸν λαβεῖν, ἔχειν, Ar.Ra.94, Pax 803, 807 (lyr.); χ. συλλέξαι, χοροὺς ἀθροίζειν (i.e. from the tribe), Antipho 6.11, X.Hier.9.4; [χοροὺς] διδάσκειν ibid.;χορὸν εἰσάγειν Ar.Ach.11
: general phrases,χοροὺς ἱστάναι Hdt.3.48
(v. supr.), S.El. 280;ἔστασεν Pi.P.9.114
;ἱερὸν χ. ἵστατε Νύμφαις Ar.Nu. 271
(anap.), cf. Av. 220 (anap.); (anap.);χορῶν κατάστασις Id.Ag.23
, cf. Ar.Th. 958;τοῖς χ. νικᾶν X.Mem.3.4.3
; χοροῦ προεστάναι ibid.;χορῷ χορηγεῖν Pl.Grg. 482b
, etc.II choir, band of dancers and singers, h. Ven. 118, Pi.N.5.23, Fr. 199;συμφωνία καὶ χοροί Ev.Luc.15.25
.2 generally, choir, troop, ;μελιττῶν Ael.NA5.13
;χ. καλλίμορφος τέκνων E.HF 925
, cf. Pl.Prt. 315b, Tht. 173b, etc.; of things,ἄστρων αἰθέριοι χ. E.El. 467
(lyr.), cf. Mesom.Sol.17; χ. σκευῶν row of dishes, X.Oec.8.20; χ. δονάκων row of reeds, i. e. Pan's pipe, Coluth.124; χ. ὀδόντων a row of teeth, Gal.UP11.8 (hence οἱ πρόσθιοι χοροί, for the front teeth, Ar.Ra. 548); τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν; in what class shall we place it? Pl.Euthd. 279c, cf. Chor.12.28 p.160 F.-R.III place for dancing,ἐν δὲ χ. ποίκιλλε.. Ἀμφιγυήεις Il. 18.590
;λείηναν δὲ χ. Od.8.260
, cf. 264; ; Νυμφέων καλοὶ χ. ἠδὲ θόωκοι ib. 318; at Sparta the ἀγορά was called χορός, Paus.3.11.9; so perh. in Crete, Supp.Epigr.2.509.6 (Eltynia, prob. v B. C.): v. infr. (Acc. to Hsch. χορός = κύκλος, στέφανος, and therefore prop. denotes a ring-dance.) -
126 χρυσεοστέφανος
χρῡσεο-στέφᾰνος, ον,A f.l. for χρυσοστέφανος (q. v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεοστέφανος
-
127 χρυσοστέφανος
χρῡσο-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοστέφανος
-
128 χρυσοφαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφαής
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek