-
1 στέφανος
στέφανος ο1) венок;2) венец:ο στέφανος δόξας — венец славы;
ΦΡ.ακάνθινος στέφανος — терновый венец;3) епископская митраЭтим.дргр. < στέφω «окружать» < инд. steb «укреплять, содержать» -
2 Στέφανος
Στέφανος οСтефан –1) имя некоторых святых Православной Церкви:ο πρωτομάρτυρας Στέφανος — первомученик Стефан;
2) мужское имяЭтим.< στέφανος «венец» -
3 στεφανος
ὅ1) окружность, окружение, кругσ. πολέμοιο Hom. — кипящий вокруг бой;
καλλίπαις σ. Eur. — круг красивых детей2) опоясывающие город стены, городская стена Pind., Anacr.3) венок, венец(σ. χρύσεος HH.; σ. ῥοδόεις Theocr.)
σ. δρυός Eur. — дубовый венок4) досл. победный венок, перен. победаτοῦδε γὰρ ὅ σ. Soph. — победа принадлежит ему
5) награда, знак отличия, слава(σ. δικαιοσύνης Plut.)
στέφανον εὐκλείας μέγαν σχεῖν Soph. — стяжать великую славу6) созвездие Венца Arst. -
4 Στεφανος
-
5 στέφανος
-
6 στέφανος
ὁ στέφανος венок; венец (ср. личн. имя Στέφανος, Степан) -
7 στέφανος
{сущ., 18}венец, венок (символизирует победу).Синонимы: 1238 ( διάδημα).Ссылки: Мф. 27:29; Мк. 15:17; Ин. 19:2, 5; 1Кор. 9:25; Флп. 4:1; 1Фес. 2:19; 2Тим. 4:8; Иак. 1:12; 1Пет. 5:4; Откр. 2:10; 3:11; 4:4, 10; 6:2; 9:7; 12:1; 14:14. LXX: 5850 (הָרָטעֲ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στέφανος
-
8 στέφανος
{сущ., 18}венец, венок (символизирует победу).Синонимы: 1238 ( διάδημα).Ссылки: Мф. 27:29; Мк. 15:17; Ин. 19:2, 5; 1Кор. 9:25; Флп. 4:1; 1Фес. 2:19; 2Тим. 4:8; Иак. 1:12; 1Пет. 5:4; Откр. 2:10; 3:11; 4:4, 10; 6:2; 9:7; 12:1; 14:14. LXX: 5850 (הָרָטעֲ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στέφανος
-
9 Στέφανος
{собств., 7}Он был особенно исполнен Духа Святого и веры и первый пострадал за имя Христово. Его речь в синедрионе и великодушное прощение его убийц без сомнения сильно тронули сердце Савла, который, быть может, был очевидцем и других проповедей Стефана (Деян. 6:5, 8; 7:59; 8:2; 11:19; 22:20). Таким образом, он посеял первые семена Евангелия, которые ап. Павел затем рассеял во всем мире.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Στέφανος
-
10 Στέφανος
{собств., 7}Он был особенно исполнен Духа Святого и веры и первый пострадал за имя Христово. Его речь в синедрионе и великодушное прощение его убийц без сомнения сильно тронули сердце Савла, который, быть может, был очевидцем и других проповедей Стефана (Деян. 6:5, 8; 7:59; 8:2; 11:19; 22:20). Таким образом, он посеял первые семена Евангелия, которые ап. Павел затем рассеял во всем мире.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Στέφανος
-
11 στέφανος
венокστέφανόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στέφανος
-
12 στέφανός
венокστέφανοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στέφανός
-
13 Στέφανος
венец, венок, (символ победы); син. διάδημα; LXX: (עֲטָרָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Στέφανος
-
14 στέφανος
Стефан (один из семи диаконов в Иер. церкви, забитый камнями насмерть).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στέφανος
-
15 στέφανος
-
16 ακάνθινος
ακάνθινος, -η, -οтерновый;ΦΡ.Этим.дргр. < άκανθα «шип, колючка, терновник». Словосочетание ακάνθινος στέφανος «терновый венец» относится к Новому Завету:και ενδιδύσκουσιν αυτόν πορφύραν και περιτιθέασιν αυτώ πλέξαντες ακάνθινον στέφανον (Μρ. 15, 17) — и одели Его в багряницу, и, сплетши терновый венец, возложили на Него (Мк.15, 17)
-
17 αβρος
-
18 αειζωος
-
19 ακανθινος
-
20 αλιστεφανος
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek