-
81 λύγινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύγινος
-
82 λώτινος
II made of lotus-wood,ὑποθυμίδες Anacr.39
;κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45
; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr. 931.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λώτινος
-
83 μάταν
II [full] μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. [full] μάταξα, ἡ,A v. μέταξα. [full] μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός). -
84 μνησιστέφανος
μνησῐ-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνησιστέφανος
-
85 μονοστέφανος
μονο-στέφᾰνος, ον,A having won a single contest, CPHerm.74.5 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοστέφανος
-
86 μουσοπόλος
μουσο-πόλος, ον,A serving the Muses, poetic,οἰκία Sapph. 136
(s. v.l.); μ. στοναχά a tuneful lament, E.Ph. 1499 (lyr.); χεῖρες, στέφανος, AP9.270 (Marc. Arg.), 12.257 (Mel.); μουσοπόλε θήρ, addressed to Pan, Castorio 2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσοπόλος
-
87 μυρσίνη
μυρσῐν-η [pron. full] [ῐ], [dialect] Att. [full] μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA 627b18;μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74
, cf. IG ll. cc.;μυρσίνης φόβη E.Alc. 172
.2 μ. ἀγρία Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144.3 in pl., the myrtle-wreath-market,ἐν ταῖς μ. Id.Th. 448
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρσίνη
-
88 μύρτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύρτινος
-
89 μύρτος
-
90 Ναύκρατις
Ναύκρᾰτις, ιος or εως, ἡ, Naucratis in Egypt, Hdt.2.97; [full] Ναυκρατίτης [ῑ], ου, ὁ, <*> Naucratite, Call.Epigr.40, Str.17.1.33; στέφανος N.,A = σάμψυχος, Anacr.83:—Adj. [full] Ναυκρατῑτικός, ή, όν, D.24.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ναύκρατις
-
91 παγκάλλιστος
παγ-κάλλιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκάλλιστος
-
92 περίκειμαι
A lie round about, c. dat., εὗρε σὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον νἱόν lying with his arms round him, Il.19.4 ; [ γωρυτὸς τόξῳ] περίκειτο] there was a case round the bow, Od.21.54 ; πασσάλοις (acc. pl.)κρύπτοισιν περικείμεναι.. κνάμισες Alc.15
; οἷς στέφανος περίκειται Pi.O.8.76 ; τὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα τῆς βασιλείας τινὶ π. Hdn.6.1.1 ;π. τινὶ τῶν πράξεων κηλίς Plu. Dio 56
: c. acc.,σφέας εὐσίη καὶ γαληναίη περικέαται Luc. Astr.3
: with a Prep.,περὶ [τὰς φλέβας] τὸ σῶμα π. τὸ τῶν σαρκῶν Arist. GA 764b30
: abs., τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Th.2.13 ; [ ὁ κημὸς] περικείμενος put round the horse's mouth, X.Eq.5.3.2 metaph., οὐδέ τί μοι περίκειται there is no advantage for me, I have nought laid by, Il.9.321.b οἱ περικείμενοί τινι his supporters, POxy.1408.24 (iii A. D.).II c. acc. rei, have round one, wear, mostly in part., [τελαμῶνας] περὶ τοῖσι αὐχέσι περικείμενοι Hdt. 1.171
, cf. OGI56.67 (Canopus, iii B.C.) ; τιάρας π. Str.15.3.15 ;στεφάνους Plu.Arat.17
;πτέρυγα Luc.Icar.14
;προσωπεῖον Id.Nigr.11
, Aesop.360 ; στρατιωτικὴν δύναμιν π invested with.., Plu.Pomp.51 ; ὕβριν π. clad in arrogance, Theoc.23.14 (s. v.l.): rarely in other moods, περίκεισο ἄνθεα have garlands put round thee, AP11.38 (Polem.) ; περιέκειτο ξίφος, σχῆμα βασιλικόν, Hdn.3.5.7, 5.4.7 ;τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι Act.Ap.28.20
;περίκειται ἀσθένειαν Ep.Hebr. 5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκειμαι
-
93 περικύκλιον
περικύκλ-ιον, τό,A periphery, Corp.Herm.3.2b codd. [suff] περίκυκλ-ος, ου, all round, spherical, Tryph.34;Στέφανος Nonn.D.25.145
: περικύκλῳ, = πέριξ, round about, LXX De.6.14, Ps.88(89).7, Hero Aut.4.2, Plu.2.755a, A.D.Synt.336.24 : in earlier writers divisim, as Pl.Phd. 112e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικύκλιον
-
94 πιτύινος
A of or from the pine, ῥητίνη π. pine-resin, Hp. Mul.2.203, Thphr.HP9.2.2; so πιτυΐνη alone, Orib.Fr.89, Paul.Aeg. 7.17;π. στέφανος Plu.2.677b
;π. φύσημα Gal.13.475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιτύινος
-
95 πλινθεῖον
πλινθ-εῖον, τό,II oblong case, φιάλαι.. ἐμ πλινθείοις, φιάλη.. ἐμ πλινθείῳ, IG11(2).161B12,63,66(Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 396B55,461Bb14 (ii B. C.); φιάλαι ἐκ πλινθείων ἐξῃρημέναι ib.399B15, 442B15 (ii B. C.);φιάλας ἐμ πλινθείῳ τρεῖς IG11(2).199
B71 (Delos, iii B. C.); στέφανος χρυσοῦς ἐπιγραφὴν ἔχων ἐπὶ τοῦ π. ib.208.13, 287B9 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλινθεῖον
-
96 πολύκαρπος
πολῠκαρπ-ος, ον,A fruitful,ἀλωή Od.7.122
, 24.221;χθών Pi.P.9.7
([comp] Sup.);τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph. 230
(lyr.); ([comp] Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.;στέφανος μύρτων Ar.Ra. 328
, cf. IG3.726; rich in fruit,Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49
; .II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκαρπος
-
97 πολυποίκιλος
πολῠ-ποίκῐλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυποίκιλος
-
98 πολυστέφανος
πολυ-στέφᾰνος, ον,II Subst., = Feronia, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυστέφανος
-
99 ποταίνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποταίνιος
-
100 προμετωπίδιος
προμετωπ-ίδιος, ον,II Subst. προμετωπίδιον, τό, skin of the forehead,προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα Hdt.7.70
.2 frontpiece, frontlet, esp. for horses, X.An.1.8.7, Cyr.6.4.1 (but chest-piece, Arr.Tact.4.1, 34.8); also στέφανος χρυσοῦς.. ἔχων π. prob. in IG22.1652.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προμετωπίδιος
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek