-
1 λεπτή
-
2 λεπτῇ
-
3 λεπτή
λεπτόςpeeled: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 λεπτός
η, ό[ν]1) тонкий, не толстый;λεπτόν ΰφασμα — тонкая ткань;
λεπτός λαιμός — тонкая шея;
λεπτή μέση — тонкая талия;
λεπτά δάκτυλα — тонкие пальцы;
λεπτό το σώμα — тонкое, стройное тело;
λεπτό στρώμα — тонкий слой;
λεπτή ζάχαρη — мелкий сахар;
2) перен. тонкий, изысканный, утончённый; изощрённый;λεπτа χαρακτηριστικά — тонкие черты (лица);
λεπτή μυρωδιά — тонкий запах;
λεπτό άρωμα — тонкий аромат;
λεπτή γεύση — нежный (на) вкус (о продукте);
λεπτή όσφρηση — тонкое обоняние;
λεπτο γούστο — хороший, тонкий вкус;
υπαινιγμός — тонкий намёк;λεπτή ειρωνεία — тонкая насмешка;
λεπτό χιούμορ (πνεύμα) — тонкий юмор (ум);
λεπτή δουλειά — тонкая работа;
λεπτό πράγμα — изящная вещь;
λεπτές διαφορές — тонкие различия;
3) нежный, хрупкий, слабый;λεπτόν άνθος — нежный цветок;
λεπτό ποτήρι — хрупкий стакан;
λεπτο παιδί — хрупкий, слабый ребёнок;
λεπτο στομάχι — нежный желудок;
4) тонкий, нежный; сладкозвучный;5) тактичный, деликатный;λεπτός ανθρωπος — деликатный человек;
άνθρωπος λεπτός στούς τρόπους — человек с тонкими манерами;
6) тощий, неплодородный (о земле);§ λεπτό ζήτημα — деликатный вопрос;
λεπτόν έντερον анат. — тонкая кишка
-
5 λεπτός
2 fine, small,κονίη 23.506
; ; ;λεπτοῖς ἁλσί Alex.187.5
: freq. in Hp.,διατρήσεις λ. Loc.Hom.10
, al.; of soil, light, Thphr.HP1.8.1.3 thin, fine, delicate, freq. in Hom., mostly of garments and the like ,ὀθόναι Il.18.595
; πέπλοι, φᾶρος, Od.7.97, 10.544;ἀράχνια 8.280
;μήρινθος Il.23.854
; -ότατος χαλκός 20.275
;ἔβενος, ἐλέφας, σίδηρος BCH35.286
(Delos, ii B.C.);ῥινὸς βοός Il.20.276
([comp] Sup.); ([comp] Sup.); ([comp] Comp.); ;χαλκὸς καὶ δόνακες Pi.P.12.25
, cf. E.Med. 949, Th. 2.49, etc.; λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν, of ships, to have the bows thin and weak, Id.7.36.4 of the human figure, mostly in bad sense, thin, lean, Alc.39; opp. παχύς, Hp.Art.8 ([comp] Comp.);ἐγὼ δὲ λεπτὴ κἀσθενής Ar. Ec. 539
;σοφιστῶν λεπτῶν, ἀσίτων Antiph.122.4
;λ. καὶ αὐχμῶν Thphr. Char.26.5
, cf. Ceb.10;λ. χείρ Hes.Op. 497
; (anap.);τράχηλος X.Cyn.5.30
;λεπτὸς <ἐκ> τοῖν σκελοῖν Luc.Nav.2
;λ. ὑπὸ μεριμνῶν Pl.Amat. 134b
; of animals, X.Cyr.1.4.11; also, slender, taper (opp. παχύς), δάκτυλος Pl.R. 523d
; ἀπολήγειν εἰς λεπτόν, of the fingers of a statue, Luc.Im.6.5 of space, strait, narrow,εἰσίθμη Od.6.264
;ἀταρπός Alcm.81
; ἐπὶ λεπτὸν τετάχθαι in a thin line, X. Cyr.5.4.46, cf. Plb.3.115.6;οὔτε εὐρεῖαν οὔτε λεπτὴν.. ὁδόν Plu.2.964c
(ap.Porph.Abst.1.6).6 generally, small, weak, impotent,λεπτὴ μῆτις Il.10.226
, 23.590; , cf.ὀχέω 11.3
;ἀσφάλεια D.Ep.2.20
; λ. ἴχνη faint traces, X.Cyn.5.5; λ. οὖας, of a child's ear, tiny, Simon.37.14; τὰ λ. τῶν προβάτων small cattle, i.e. sheep and goats, Hdt.8.137; λ. πλοῖα small craft, Id.7.36; ἄκραι λ. small headlands, Id.8.107;λ. κλιμάκια Ar. Pax69
;τὸ -ότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plu.Cic.29
;λ. χαλκός OGI485.12
(Magn. Mae.): without χαλκός, Inscr.Perg. 374 D7;ἀργύριον Ῥόδιον λ. CIG2693e5
([place name] Mylasa), cf. TAM2(1).15 ([place name] Telmessus); v. infr. 111.2. Adv. -τῶς, ζῆν poorly, meanly, Men.Mon. 682: neut. pl. as Adv.,λεπτὰ λεύσσω κόραις E.Or. 224
.7 light, slight,λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος.. ῥιπαῖσι A. Ag. 892
; λ. πνοαί light breezes, E.IA 813; λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν on slight turns of fortune, S.Fr. 555.8 of size or quantity, λ. πυρίδια small, Ar.Lys. 1206;λ. κύλικες Pherecr.143.5
(but f.l.): neut. pl. as Adv., λ. τῖλαι 'pluck into small pieces', Theoc.3.21.9 of liquids, thin,γάλα Hp.Vict.2.46
;λεπτὰ ἀνεμέειν Id.Coac. 310
; λ. οἶνος light wine, Luc.Merc.Cond.18; also of food,λ. δίαιται Hp.Aph.1.4
;λ. ὀψάρια OGI484.16
(Pergam.). Adv. -τῶς, διαιτᾶσθαι, διαιτᾶν, Gal. 19.191, Paul.Aeg.3.43.10 = λεπτομερής, consisting of fine parts,ὅσῳ -ότερον ἀὴρ ὕδατος Arist.Ph. 215b4
, cf. Cael. 303b26, al.II metaph., subtle, refined, ; - ότεροι μῦθοι ib. 1082 (anap.); -ότατοι λῆροι Ar.Nu. 359
;πυκνῇ.. λεπτὰ μηχανᾷ φρενί Id.Ach. 445
;λ. λογιστά Id.Av. 318
;λ. καὶ ἀκριβής Antipho 3.4.2
;ἐς τὰς τέχνας παχέες, οὐ λεπτοί Hp.
Aër.24;λόγοι λ... τρέφουσ' ἐκείνους Alex.220.8
; cf. λεπτολόγος. Adv. -τῶς, μεριμνᾶν Lyr.Adesp.135
;λ. καὶ πυκνῶς ἐξετάζειν Amphis 33.5
: [comp] Comp. - οτέρως Anaxandr.36: also in detail,PPetr.
2p.118 (iii B.C.), Cic.Att.2.18.2, Phryn. PS p.83 B., Phot. s.v. νιφετός; cf. κατάλεπτον, καταλεπτολογέω: τὰ κατὰ λεπτόν, title of poems by Aratus, Ach.Tat.Intr.Arat.p.79 M., Str.10.5.3; also of minor poems of Virgil; τῶν κατὰ λεπτὸν πόρων ἀραίωσις, perh. small pores, Gal.15.201.2 rarely of the voice, fine, delicate, Arist.HA 545a7, Lyc.687;ἁρμονία E.Fr.773.23
(lyr.): neut. as Adv.,λεπτὸν ἀμφιτιττυβίζειν Ar.Av. 235
(lyr.); of sound,λ. ὑποτρύζουσα AP11.352.5
(Agath.); cf. λεπταλέος.3 of smell, Pl.Ti. 66e ([comp] Comp.).4 of persons, οἱ λ. the poor, Plb.24.7.3; λεπτὴν πλέκειν, prov. of poor people, Hsch.;λεπτὰ ξαίνεις Suid.
3 (sc. κεράμιον) jar, POxy.920.4 (ii/iii A.D.), PStrassb.40.48 (vi A.D.); cf. λεπτίον, λεπτοκεραμεύς. -
6 ἴς
Aἴνεσι Il.23.191
, alsoἰσίν Sor.
(v. infr.), Suid. s.v. ἶνες, cj. Nauck for εἰσίν in A.Fr. 229:— sinew, tendon, sg. once in Hom.,ὡς δ' ὅτ' ἂν.. ἀνὴρ.. ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν Il.17.522
: usu. in pl., sinews, , cf. Il.23.191;ἶνες ἄρθρων Ar. Pax86
, cf. Archil.138; ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά, of a person wasted by disease, Ph.2.432; δοράς, σάρκας, ἶνας ib. 527: metaph.,Τρωίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Pi.I.8(7).57
.2 later, the fibrous vessels in the muscles, Pl.Ti. 84a, Arist.HA 515b27, al.; in blood, fibrine, Id.PA 650b14, cf. Pl.Ti. 82c, Meno Iatr.17.34: metaph., of metals, Plu.2.434b.------------------------------------ἴς (B) [ῑ], ἡ, three times in acc. sg. ἶνα (elided ἶν') Il.5.245,7.269, Od.9.538, freq. in instr. ἶφι (q.v.), elsewh. only nom. sg.:—A strength, force, of persons,ἀλλ' ἄρα καὶ ἲς ἐσθλή Il.12.320
; ;ἤ μοι ἔτ' ἐστὶν ἴς, οἵη πάρος.. Od.21.283
, cf. 11.393, 18.3: freq. in periphr., ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο the strong Telemachus, 2.409;κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il.23.720
;ἲς Ἡρακλῆος Hes.Th. 951
; and in twofold periphr., ἲς βίης Ἡρακληείης ib. 332; also of things, ἲς ἀνέμου or ἀνέμοιο, Il.15.383, 17.739, Od.9.71;ἲς ποταμοῖο Il.21.356
; κράται' ἴς was read by Ptol.Asc.in Od.11.597; v. κρατύς. ( ϝῑ-, cf. γίς· ἰσχύς, Hsch., pr. n.ϝιφιάδας IG7.3172.70
, Lat. vis, vim; prob. cogn. with ἵεμαι but not with ἴς (A).) -
7 ποκόω
ποκόω, mit Wolle bedecken, umgeben, λεπτῇ ἄχνῃ πεποκωμένον μῆλον, mit seinem, wolligem Flaum, Philp. 20 (VI, 102).
-
8 στρίβος
στρίβος, ὁ, eine schwache, seine Stimme, ἡ λεπτὴ καὶ ὀξεῖα βοή, Schol. Ar. Ach. 999, wo es von dem Piepen eines Vogels λίκιγξ unterschieden wird; scheint mit στρίζω zusammenzuhängen.
-
9 φθίσα
φθίσα, ἡ, = φϑίνυλλα, Hesych., der erkl. ἡ λεπτὴ ἀπὸ φϑίσεως.
-
10 βραχύς
βραχύς, εῖα (βραχέα Her. 5, 49), ύ, kur z, Ggstz von μακρός z. B. Plat. Phaedr. 267 b; a) von räumlicher Ausdehnung, kurz, klein, βραχὺς μορφάν Pind. I. 3, 71; οἶμος, ὁδός, P. 4, 248. 9, 68; Plat. Phaedr. 272 a; βραχύτερα τοξεύειν Xen. An. 3, 3, 7; βραχὺ πετέσϑαι 1, 3, 5; αἰχμή Her. 5, 49; φάλαγγα βραχυτέραν ποιεῖν Xen. Cyr. 7, 5, 5; ebenso τάξις Pol. 1, 33. – b) von der Zeit, ἔν τινι βραχεῖ χρόνῳ Plat. Legg. III, 698 d; ἐν βραχεῖ, in kurzem, sogleich, Her. 5, 24; Plat. Conv. 217 a. Bes. von der Rede, kurz, λόγος, σκέψις u. ä., Plat.; ἐν βραχεῖ, kurz, mit wenig Worten, Pind. P. 1, 82; ἐν βραχίστοις I. 5, 56; ἐν βραχεῖ λέγειν Soph. El. 637; vgl. O. C. 1581; Eur. Suppl. 556; oft Prosa, ἐν βραχυτέροις λέγειν Plat. Prot. 334 e; ἐν βραχυτάτῳ δηλοῦν Xen. Cyr. 1, 2, 15. Ebenso διὰ βραχέων δηλοῦν Plat. Gorg. 449 a; λέγειν Pol. 1, 15; Luc. Tox. 56; διὰ βραχυτέρων, -τάτων, Plat. Euth. 14 b Gorg. 449 e; κατὰ βραχὺ ἀποκρίνασϑαι Plat. Prot. 329 b; κατὰ βραχύ »allmälig« Thuc. 4, 96; Pol. 3, 88. – c) auf die Zahl gehend, βραχέα μέρη, wenig Theile, Plat. Epin. 981 e; Tim. 47 c πλὴν βραχέων; βραχεῖς τινες ἱππεῖς Pol. 4, 19; gering, unbedeutend, οὐσία Is. 10, 26; Dem. 28, 17; κέρδος Plat. Legg. XI, 921 c; Dem. 14, 32; ἔργον Xen. Cyr. 8, 2, 5; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον Thuc. 8, 76; λόγοι βραχεῖς Soph. O. C. 294, vom Schol. εὐ τελεῖς erkl.; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Eur. Heracl. 614; πρόφασις I. A. 1180; ἀφορμή Pol. 1, 69; βραχύ, wenig, λωφᾶν Thuc. 6, 12; φροντίζειν Dem. 17, 4. – Compar. βραχύτερος, βραχύτατος; βραχίων VLL.; βράχιστος p.; Beispiele oben. – Die von Aristarch bekämpften Glossographen zogen zu βραχύς als compar. auch die Form βράσσων Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Den Anfang des Scholiums schreibt Friedländer so: ἡ διπλῆ ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων, ἀπὸ τοῦ βραχύς. ἀλλ' οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. Vgl. unter βραδύς, βράζω und βράσσων.
-
11 βραδύς
βραδύς, εῖα, ύ, langsam; βραδέες ἵπποι Iliad. 8, 104; Gegensatz ὠκύς Odyss. 8, 329 κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν, ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, ὠκύτατόν περ ἐόντα ϑεῶν; Gegensatz ταχύς Plat. Tim. 80 a; ϑᾶττον καὶ βραδύτερον Phil. 25 c; ὀξύς Thuc.; ποδωκέστατοι – βραδύτατοι Xen. Cyn. 5, 17; τὸ βραδύ, die Langsamkeit, Plat. Legg. VI, 766 e; c. inf., ὠφελεῖν πάτραν, saumselig, Eur. bei Ar. Ran. 1427. – Vom Geiste, dem ἀγχίνους entgeggstzt, Plat. Phaedr. 239 a; vgl. Iliad. 10, 226. – Von der Zeit, spät, Thuc. 7, 43; σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών Soph. Tr. 395; ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Heliod. 2, 29; βραδέως τῆς ἡμέρας D. L. 2, 139. – Comparat. gew. βραδύτερος, βραδύτατος; auch βραδίων, Hes. O. 526; Plut. Fab. 12; βράσσων (aus βραδίων) Hom. Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις; aber Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῠ ἐλάσσων. οὐδαμοῠ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦϑα κέχρηται τῇ λέξει. Vgl. unter βράζω, βραχύς und βράσσων. – Superl. βράδιστος, E. M.; βάρδιστος, s. oben besonders.
-
12 κάρφος
κάρφος, τό (κάρφω), jeder trockene Körper, bes. Ruthen, dünnes Reisig, κεραία ξύλου λεπτή, Spähne, dünne Stengel, sing. collectiv., Aeschyl. fr. 19; im plur. vom Zimmt, Her. 3, 111; Ar. vbdt, vom Nest des Kuckuks sprechend, τὰ κάρφη καὶ τὰ φρύγανα, Av. 642; κάρφος χαμᾶϑεν νῦν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον Vesp. 249, etwa nimm einen Strohhalm auf u. zieh' den Docht vor; ὁρμίνοιο Nic. 892; Hesych. erkl. auch ἄχυρον; aber Polyaen. 4, 3 stellt neben einander ἀχύρων μυρίας ἁμάξας, κάρφους πεντακιςχιλίας, Reisig; bei Ath. V, 187 e Spreu, Halm u. dgl.; XIII, 604 c ἀπὸ τῆς κύλικος κάρφος τῷ μικρῷ δακτύλῳ ἀφαιρεῖν, nachher ἀποφυσᾶν; κάρφη τινὰ συνδήσαντες, Reis oder Heubündel, Luc. Hermotim. 33; – μηδὲ κάρφος κινεῖν, auch nicht einen Strohhalm bewegen, Ar. Lys. 474. – Ein Zahnstocher, Alc. 1, 22. – Bes. heißt so die Ruthe, mit welcher der Prätor den Sklaven, welchen er freispricht, berührt, Plut. de S. N. V. 4. – Bei Pol. 6, 36, 3, λαμβάνει παρὰ τῶν φυλασσόντων τὸ κάρφος, ein hölzernes Täfelchen oder Spänchen, auf welches die Parole geschrieben wurde. – Für Schale erkl. es der Schol. bei Nic. Al. 230. 491, wo es Andere = καρπός erkl.
-
13 αὔτως
αὔτως, adv. von αὐτός, mit äolischer Betonung, s. Herm. zum Viger. 735 f; man unterscheidet αὔτως, »vergebens«, von αὕτως, »so«; vgl. Buttmann Lexil. 1, 35 ff; Bekker schreibt im Homer überall αὔτως, mit spirit. len., s. Iliad. 1, 133. 520. 2, 138. 342. 3, 220. 339. 5, 255. 6, 400. 7, 100. 430. 9, 195. 599. 10, 25. 50. 11, 388. 13, 104. 14, 18. 15, 128. 513. 16, 117. 17, 143. 450. 633. 18, 198. 338. 584 (Zenodot οὕτως, Aristarch αὔτως, Scholl. Aristonic., s. Friedlaender). 20, 348. 21, 474. 22, 125. 484. 23, 74. 268. 621. 24, 413. 726 Odyss. 3, 64. 4, 665. 6, 143. 166. 9, 31. 12, 284. 13, 281. 336. 14, 151. 15, 83. 16, 111. 143. 313. 17, 309. 20, 130. 238. 379. 21, 203. 225. 22, 114. 24, 409; var. lect. Iliad. 4, 17 ( Bkk. εἰ δ' αὖ πως τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺγένοιτο). 6, 55 ( Bkk. τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως ἀνδρῶν). 13, 447 ( Bkk. ἐπεὶ σύ περ εὔχεαι οὕτως). 21, 106 ( Bkk. τίη ὀλοφύρεαι οὕτως) Odyss. 10, 281 ( Bkk. πῇ δ' αὖτ', ὦ δύστηνε, δι' ἄκριας ἔρχεαι οἶος). – 1) ebenso, gerade so, Il. 22, 125 αὔτως ὥς τε γυναῖκα – κτενέει; vgl. αὔτως ὡς ὅτε Hes. Th. 702; Theogn. 1249; Soph. Ant. 85 O.R. 931 u. öfter; γυναιξὶν αὔτως Anacr. 66, 22. In Prosa ist dafür ὡςαύτως im Gebrauch, w. m. s.; bei Hom. ἃς δ' αὔτως. Od. 9, 31; bei den Att. einzeln ὧδ' αὔτως, Soph. Tr. 1029. – 2) eben noch so, in Beziehung auf einen vergangenen Zustand, κείσεαι αὔτως Il. 18, 338, wo sich die Bdtg »ohne daß Jemand sich um dich bekümmerte« anschließt, wie αὔτως κεῖται ἀκηδής Od. 20, 130; λευκὸν ἔτ' αὔτως, noch so weiß wie sonst, Il. 23, 268; ἔτι κεῖνος κεῖται αὔτως, die Leiche liegt noch so wie sonst da, d. i. unverwes't, 24, 413. – 3) in Beziehung auf den gegenwärtigen Zustand, gleich so, wie ich gerade bin, ἀλλὰ καὶ αὔτως ἀντίον εἶμ' αὐτῶν Il. 5, 255; ἀλλ' αὔτως ἐπὶ τάφρον ἰών, wie du bist, ohne Waffen, 18, 198; καὶ αὔτως, auch so schon, auch ohne diese Umstände, 1, 520; vgl. 9, 599. Vgl. Theocr. 2, 133. 3, 30. Dah. – 4) so, ohne Weiteres, δίδωμι δέ τοι τόδ' ἄεϑλον αὔτως· οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι Il. 23, 621; dah. »schlechtweg«, οὐκ αὔτως μυϑήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Od. 14, 151; ἀλλ' αὔτως ἄχϑος ἀρούρης 20, 379, nur so eine Last der Erde. Hieraus fließen die Bdign: a) unbedacht, leichtsinnig, αὔτως ἐριδαίνομεν Il. 2, 342. – b) vergeblich, umsonst, ἦ νύ τοι αὔτως οὔατ' ἀκουέμεν ἔστι Il. 15, 128; Αἴας πῆλ' αὔτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ 16, 117; ἦ σ' αὔτως κλέος ἐσϑλὸν ἔχει φύξηλιν ἐόντα 17, 143. Hom. vrbdt damit Wörter, in denen schon der Begriff des Vergeblichen, Thörichten liegt, μὰψ αὔτως Iliad. 20, 348, ἀνεμώλιον αὔτως 21, 474, νήπιος αὔτως 22, 484, ἄφρονά τ' αὔτως 3, 220. – Bei späteren Epikern finden sich noch einzelne Spuren desselben Gebrauchs, λεπτὴ ὁρμιή – ἄπλοκος αὔτως Opp. Hal. 3, 469, ohne weiteres, ungeflochten; εἴκαϑον αὔτως, ohne weiteres, von selbst, Ap. Rh. 2, 790; ὅπλα αὔτως γανόωντα, vergeblich, Mel. 115 (VI, 163). – Anch Luc. Pseudol. 3 sagt μὴ προεκχέῃς αὔτως, wo Schol erkl. ματαίως.
-
14 μήρινθος
μήρινθος, ἡ (vgl. μῆριγξ, σμήρινϑος, μέρμις), Faden, Schnur; πέλειαν λεπτῇ μηρίνϑῳ δῆσεν ποδός, Il. 23, 854; sprichwörtlich ἡ μήρινϑος οὐδὲν ἔσπασε, der Faden zog nicht, Ar. Th. 935, d. i. es half Nichts, von der Angel hergenommen; Luc. Herm. 28. Ein acc. sing. μήρινϑα wie von μῆρινς, Orph. Arg. 599. 1095, wo Herm. μέρμιϑα lies't.
-
15 ἐγ-γελάω
ἐγ-γελάω (s. γελάω) verlachen, verspotten; absolut, Soph. El. 807; Eur. Med. 1362; τινί, Soph. El. 277; Mel. 36 (XII, 23); κατά τινος, Soph. O. C. 1339; übertr., Sosicrates bei Ath. XI, 474 a, λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν αὔρα, sanft hineinrauschend; s. γελάω.
-
16 ἔπ-ειμι
ἔπ-ειμι, ἐπεῖναι (s. εἰμί), dabei, daran, darauf sein; ἀχλὺν ἀπ' ὀφϑαλμῶν ἕλον, ἣ πρὶν ἐπῆεν Il. 5, 127, die auf den Augen lag; λεπτοτάτη δ ἐπέην ῥινὸς βοός 20, 276, über dem Schilde; κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν, ein Griff war daran, Od. 21, 7; κάρη ὤμοισιν ἐπείη Il. 2, 259; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, auf dem Schilde, Aesch. Spt. 573; πόϑεν τοῦτ' ἐπῆν στύγος στρατῷ Ag. 533; ποινὰ γὰρ ἐπέσται Eum. 514, die Strafe wird folgen; μελέτη δ' ἔπεστι παντί Anacr. 59, 3; λεπτὴ δ' ἐπῆν κόνις Soph. Ant. 256; ἔπεισι τοῖς λύχνοις μύκητες Ar. Vesp. 262; γέφυρα ἐπῆν Xen. An. 1, 2, 5; ἐπὶ ταῖς πλείσταις οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν 4, 4, 2; ὄρος ἔπεστι ἐπὶ τῇ ἐσχατιᾷ Dem. 42, 5; ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐπεόντων συχνῶν Περσέων Her. 8, 118; τἀπὶ τοῦ πίνακος τραγήματα ἐπόντα Ar. Plut. 997; aber ἐπὶ τῷ ποταμῷ πύλαι ἔπεισι Her. 5, 52 u. χιλιάδες τε ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά = kommen noch dazu, u. außerdem noch 7000 Mann, 7, 184. – Darüber gesetzt sein, vorstehen, τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι; Aesch. Pers. 237; καί σφι ἐπῆν στρατηγός Her. 8, 71; ἔπεστί σφι δεσπότης ὁ νόμος 7, 104. Auch οἷσιν ἐπέσται κράτος, bei denen die Macht sein wird, H. h. Cer. 150. – Womit verbunden sein, wie oben ποινά, so νυνὶ πλεῖ· κέρδος ἐπέσται, es wird Gewinn dabei sein, Ar. Av. 597; τίς μοι ἔτ' οὖν τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1206; τῷ ταῦτα ποιοῦντι χάρις ἔπε στι Plat. Conv. 183 b; οὔτε τις τάξις οὐδὲ ἀνάγκη ἔπεστιν αὐτοῦ τῷ βίῳ Rep. VIII, 561 d, wie X, 597 c; φόβος, κίν- δυνος ἔπεστι, Dem. 21, 9; τιμωρίαι ἐπέστωσαν, Strafe soll darauf gesetzt sein, Plat. Legg. XII, 943 d. – Von der Zeit, zukünftig sein, bevorstehen, γῆρας, Hes. O. 114; οἱ ἐπεσσόμενοι, die später leben werden, Theocr. 12, 11; Epigr. bei Aesch. 3, 184; – ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται, es wird wohl noch Einer übrig bleiben, Od. 4, 756.
-
17 εισιθμη
-
18 ποκοω
-
19 ροδανη
-
20 εργασία
η1) работа, дело; занятие, деятельность;χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;
έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;
οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила
свою деятельность;2) служба, работа;μισθωτή εργασία — работа по найму;
πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;
ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;
3) работа, профессия;ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;
σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;
παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;
έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;
παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;
5) работа, произведение;χειροποίητη εργασία — ручная работа;
καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;
πτυχιακή εργασία — дипломная работа;
6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;
7) πλ. работа; деятельность;οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;
οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;
κύκλος εργασίών — цикл работ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λέπτη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 793 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, Δ της Ορεστιάδας, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστιάδος. * * * λέπτη και… … Dictionary of Greek
λεπτῇ — λεπτός peeled fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτή — λεπτός peeled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
ακουστικό τύμπανο — Λεπτή μεμβράνη σχήματος οβάλ, που χωρίζει το μέσο αφτί από το έξω και η οποία μεταδίδει τα ηχητικά κύματα … Dictionary of Greek
λεπτῆι — λεπτῇ , λεπτός peeled fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek