-
1 λεπτός
η, ό[ν]1) тонкий, не толстый;λεπτόν ΰφασμα — тонкая ткань;
λεπτός λαιμός — тонкая шея;
λεπτή μέση — тонкая талия;
λεπτά δάκτυλα — тонкие пальцы;
λεπτό το σώμα — тонкое, стройное тело;
λεπτό στρώμα — тонкий слой;
λεπτή ζάχαρη — мелкий сахар;
2) перен. тонкий, изысканный, утончённый; изощрённый;λεπτа χαρακτηριστικά — тонкие черты (лица);
λεπτή μυρωδιά — тонкий запах;
λεπτό άρωμα — тонкий аромат;
λεπτή γεύση — нежный (на) вкус (о продукте);
λεπτή όσφρηση — тонкое обоняние;
λεπτο γούστο — хороший, тонкий вкус;
υπαινιγμός — тонкий намёк;λεπτή ειρωνεία — тонкая насмешка;
λεπτό χιούμορ (πνεύμα) — тонкий юмор (ум);
λεπτή δουλειά — тонкая работа;
λεπτό πράγμα — изящная вещь;
λεπτές διαφορές — тонкие различия;
3) нежный, хрупкий, слабый;λεπτόν άνθος — нежный цветок;
λεπτό ποτήρι — хрупкий стакан;
λεπτο παιδί — хрупкий, слабый ребёнок;
λεπτο στομάχι — нежный желудок;
4) тонкий, нежный; сладкозвучный;5) тактичный, деликатный;λεπτός ανθρωπος — деликатный человек;
άνθρωπος λεπτός στούς τρόπους — человек с тонкими манерами;
6) тощий, неплодородный (о земле);§ λεπτό ζήτημα — деликатный вопрос;
λεπτόν έντερον анат. — тонкая кишка
-
2 εισιθμη
-
3 ποκοω
-
4 ροδανη
-
5 εργασία
η1) работа, дело; занятие, деятельность;χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;
έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;
οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила
свою деятельность;2) служба, работа;μισθωτή εργασία — работа по найму;
πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;
ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;
3) работа, профессия;ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;
σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;
παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;
έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;
παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;
5) работа, произведение;χειροποίητη εργασία — ручная работа;
καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;
πτυχιακή εργασία — дипломная работа;
6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;
7) πλ. работа; деятельность;οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;
οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;
κύκλος εργασίών — цикл работ
См. также в других словарях:
λέπτη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 793 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, Δ της Ορεστιάδας, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορεστιάδος. * * * λέπτη και… … Dictionary of Greek
λεπτῇ — λεπτός peeled fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτή — λεπτός peeled fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
ακουστικό τύμπανο — Λεπτή μεμβράνη σχήματος οβάλ, που χωρίζει το μέσο αφτί από το έξω και η οποία μεταδίδει τα ηχητικά κύματα … Dictionary of Greek
λεπτῆι — λεπτῇ , λεπτός peeled fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek