Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μήρινθος

См. также в других словарях:

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • μήρινθος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθοιο — μήρινθος fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθοις — μήρινθος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθου — μήρινθος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθους — μήρινθος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθων — μήρινθος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθῳ — μήρινθος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθοι — μήρινθος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθον — μήρινθος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»