Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ότης

См. также в других словарях:

  • μιλ(λ)ότης — μιλ(λ)ότης, ητος, η (Α) [μιλ(λ)ός] βραδύτητα, νωχέλεια …   Dictionary of Greek

  • αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια …   Dictionary of Greek

  • ότητα — ότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότητας — ότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότητι — ότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότητος — ότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] …   Dictionary of Greek

  • μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • σχηματότης — ητος, ἡ, Α (μτγν. τ.) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος κατά τα θηλ. σε ότης* (πρβλ. ποι ότης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»