-
1 Νείλος
-
2 Νεῖλος
-
3 Νεῖλος
Νεῑλος the river, furthest point of sailing to the south. ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his hospitality knows no bounds or seasons) I. 2.42 μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) I. 6.23 Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 2. as god, Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ τοῦ Διός φησιν, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς θεός. Σ: a ref. to Ζεὺς Ἄμμων?) P. 4.56 test., Philostratus Maior, imag. I. 5.2, ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, ὅθεν ἄρχεται (sc. ὁ Νεῖλος), ταμίας αὐτῷ δαίμων ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις σύμμετρος. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα ( δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν. -
4 Νεῖλος
-
5 σχίζω
Aσχίζον Pi.P. 4.228
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔσχισα Od.4.507
([etym.] ἀπο-), h.Merc. 128, etc., [dialect] Ep. :—[voice] Pass., [tense] fut.σχισθήσομαι LXX Za. 14.4
: [tense] pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave,ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes.
l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.;σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24
; ;κάρα πελέκει S.
l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind,σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25
(dub.); butπρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6
; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2
; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.;τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20
,22 (iii A.D.);οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13
.2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49;σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph. 264d
;κατὰ μῆκος Id.Ti. 36b
; σ. τὰς φλέβας divide them, ib. 77d:—[voice] Pass., ;φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20
;ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75
; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (soὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199
(Strat.)); ;σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31
; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA 642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA 494a12; and of various parts of the body, ib. 495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9;φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41
.3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf.σχίσις 2
.II metaph. of divided opinions,σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219
, cf. X.Smp.4.59;ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728
. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.) -
6 Νείλ'
-
7 Νεῖλ'
-
8 Νείλε
-
9 Νεῖλε
-
10 Νείλον
-
11 Νεῖλον
-
12 Νείλοιο
Νεί̱λοιο, ΝεῖλοςNile: masc gen sg (epic) -
13 Νείλου
Νεί̱λου, ΝεῖλοςNile: masc gen sg -
14 Νείλω
-
15 Νείλῳ
-
16 Νείλωι
Νεί̱λῳ, ΝεῖλοςNile: masc dat sg -
17 Κρονίδας
Κρονῐδας (-ίδα, -ίδαο, -ίδᾳ, -ίδα; -ιδᾶν, -ίδαις, -ίδαι.)1 son of Kronos Zeus,Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.43
“ Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (v. Νεῖλος) P. 4.56Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοὶ P. 4.171
μάλιστα μὲν Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν, θεῶν σέβεσθαι P. 6.23
πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9
σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.23
καρτερόβρεντα Κρονίδα fr. 155. Cheiron, “ Κρονίδᾳ Χίρωνι” P. 4.115παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον N. 3.47
pl., Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν (ἀντὶ τοῦ φερτάτου Κρονίδου· Διὸς γὰρ Λοκρὸς ὁ πρόγονος αὐτῶν. Σ.) O. 9.56εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.25
Κρονίδαι μάκαρες P. 5.118
ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά (Zeus & Poseidon) I. 8.45 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ' Αἰολάδᾳ εὐτυχίαν τετάσθαι the gods Παρθ. 1. 12. -
18 αὔρα
A breeze, esp. a cool breeze from water (cf. Arist. Mu. 394b13), or the fresh air of morning, once in Hom.,αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Od.5.469
, cf. h.Merc. 147, Hes. Op. 670, etc.: rare in early Prose,αὔρας ἀποπνεούσας [ὁ Νεῖλος] μοῦνος οὐ παρέχεται Hdt. 2.19
; , cf. X.HG 6.2.29, Smp.2.25.2 metaph., θυμιαμάτων αὖραι the steam of incense, Ar.Av. 1717; ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται, of a well-fried fish, Antiph.217.22;δεῖπνον ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com. 2.40
; αὔρῃ φιλοτησίῃ of the attractive influence of the female, Opp. H.4.114. -
19 γενέτης
A begetter, ancestor, E.Or. 1011 (anap.), Call.Epigr. 23.2; father, IG3.1335, 12(7).115 ([place name] Amorgos); γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα, i.e. the tomb of my fathers, BMus.Inscr.2.179,al.: in pl., parents, IG4.682 ([place name] Hermione): generally, author, Epigr.Gr.979.4 ([place name] Philae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέτης
-
20 γεωργός
A tilling the ground, ; fertilizing,Νεῖλος Lib.Or.13.39
:—as Subst., γεωργός, ὁ, husbandman, Hdt.4.18, Ar. Pax 296, Pl.Phdr. 276b, etc.; οἱ γ., opp. οἱ μισθαρνοῦντες, Arist.Pol. 1296b28; but γ., opp. ὁ δεσπότης τοῦ χωρίου, IG22.1100; so of vine-dressers, gardeners, etc., Pl.Tht. 178d, Ael.NA7.28; γ. ὄχλος the peasantry, D.H.10.53; γ. βίος prob. in Ar. Pax 589;δένδρων ὧν γ. αἵδε αἱ χεῖρες Philostr.VA2.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργός
См. также в других словарях:
Νεῖλος — Nile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο … Dictionary of Greek
Νείλος — ο ποταμός της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νείλος Κεραμεύς — (14ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1380 88). Ο Πατριάρχης Ν. ήταν λόγιος, και έγραψε πραγματείες και πολλές συνοδικές πράξεις … Dictionary of Greek
Κυανούς Νείλος — Βλ. λ. Νείλος … Dictionary of Greek
Λευκός Νείλος — Βλ. λ. Νείλος … Dictionary of Greek
Αβάι ή Μπαχρ-ελ Αζράκ ή Κυανούς Νείλος — Ποταμός (3.280 χλμ.) της Αφρικής, ένας από τους κυριότερους παραποτάμους του Νείλου. Οι πηγές του βρίσκονται σε ύψος 2.670 μ. σε αιθιοπικό έδαφος και η συμβολή του στον Νείλο, κοντά στο Χαρτούμ. Το πλάτος του κυμαίνεται από 10 έως 1.000 μ. Περνά… … Dictionary of Greek
Νεῖλε — Νεῖλος Nile masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεῖλον — Νεῖλος Nile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Нил (имя) — Нил (Νείλος) древнегреческое Род: муж Производ. формы: Нилушка, Нилок Иноязычные аналоги: англ. Nilus греч. Νείλος … Википедия