-
1 στιλβός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβός
-
2 στιλβότερον
στιλβόςadverbial compστιλβόςmasc acc comp sgστιλβόςneut nom /voc /acc comp sg -
3 στιλβόν
στιλβόςmasc acc sgστιλβόςneut nom /voc /acc sg -
4 στιλβή
στιλβόςfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 στιλβότερος
στιλβόςmasc nom comp sg -
6 στιλβής
-
7 στιλβῆς
-
8 στίλβω
Grammatical information: v.Meaning: `to shine, to gleam, to shimmer'(Il.)Other forms: Aor. στίλψαι (rare a. late) (esp. ep. poet. Il., late prose).Compounds: Also w. ἀπο- a.o.Derivatives: 1. στίλβ-η f. `lamp' (com.), Άττικοὶ δε ἔσοπτρον H. 2. - ηδών, - όνος f. `brilliance, shimmer' (Thphr., Phld. a.o.; cf. λαμπηδών). 3. στίλψις f. `the sparkling' (Tz.). 4. στιλβ-άς (γῆ) `shimmering' (late). 5. - αῖος = coloratus (gloss.). 6. - ηδόν adv. `gleaming, sparkling' (Suid.). 7. - ων, - οντος a. - ωνος m. name of the planet Mercury (Arist. a.o.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), also PN as Στίλπων. 8. στιλβός `gleaming' (Gal.) with - ότης f. (v. l. for στιλπνότης Plu.), - όω `to make shine' (LXX, Dsc.), from which - ωσις, - ωμα, - ωθρον, - ωτής (LXX, Dsc. a..). -- Beside it στιλπνός `shining, sparkling' (Ξ 351, Arist. a.o.) with - ότης (Gal., Plu. a.o.), - όω `to polish' (Arr., Gal.) with - ωτής (Lyd.); cf. θαλπνός, τερπνός a.o.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. As a sequence - ilb\/p- for the Indo-European phonological system is unacceptable, the word can at least in this form not have been inherited. A more than uncertain combination with a Celt. word for `eye, aspect', Ir. sell, sellaim etc., in Fick 2, 313 a.o. (s. Bq and WP. 2, 646, Pok. 1035). Not better Machek Rev. et. slav. 23, 63 and Listy filol. 72, 72 f. (to Russ. blistátь `gleam'). -- Furnée 154 assumes στιλπ- beside στιλβ-, because of στιλπνός and Στίλπων. So the word seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,798-799Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στίλβω
См. также в других словарях:
στιλβός — ή, όν, ΜΑ [στίλβω] στιλπνός, λαμπρός, γυαλιστερός («καί τι καὶ στίλβον ἔχειν ὁμοίως πυρί», Γαλ.) … Dictionary of Greek
στιλβότερον — στιλβός adverbial comp στιλβός masc acc comp sg στιλβός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβόν — στιλβός masc acc sg στιλβός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβῆς — στιλβός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβή — στιλβός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβότερος — στιλβός masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβένιο — το, Ν χημ. 1. ακόρεστος και αρωματικός υδρογονάνθρακας που χρησιμοποιείται για την παρασκευή χρωστικών υλών, αλλ. τολουυλένιο ή 1, 2 διφαινυλαιθυλένιο 2. φρ. «χρώματα τού στιλβενίου» τάξη χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
στιλβοποιώ — έω, Α κάνω κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει («μίγνυται δὲ καὶ σμήγμασιν ὀδόντων καὶ ἐπιχρίσμασι προσώπου στιλβοποιοῡσα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβός + ποιῶ (< ποιός*)] … Dictionary of Greek
στιλβότης — ητος, ἡ, ΜΑ [στιλβός] η ιδιότητα τού στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.) … Dictionary of Greek
στιλβώνω — στιλβῶ, όω, ΝΜΑ [στιλβός] καθιστώ κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, δίνω λάμψη σε μια επιφάνεια, γυαλίζω, λουστράρω αρχ. παθ. στιλβοῡμαι, όομαι ακτινοβολώ, λάμπω … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek