-
21 εὐλιμενότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλιμενότης
-
22 εὐμορφότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμορφότης
-
23 εὐχάριστος
εὐχᾰριστ-ος, ον,A agreeable,τινι τέχνη X.Oec.5.10
([comp] Comp.);λόγοι Id.Cyr.2.2.1
([comp] Sup.); -ότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11
; εὐχάριστα acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. - τως, τελευτᾶν τὸν βίον to die happily, Hdt.1.32.II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 ([comp] Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. - τως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90
;ἀποδιδόναι Ph.1.520
;τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f
.III beneficent, (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 ([place name] Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐ. D.S.18.28; βεβαιωτὴς (- ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. ( ἰσχυρότατος cj. Cohn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχάριστος
-
24 εὐχρηστότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχρηστότης
-
25 θαυμασιότης
2 as a title, ἡ σὴ θ. your Excellency, CIG 3467.10(Sardes, v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμασιότης
-
26 θεοφιλότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεοφιλότης
-
27 θολερότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολερότης
-
28 καθαρότης
A purity of αἰθήρ as compared with ἀήρ, Pl.Phd. 111b: metaph., [ἡ σοφία] χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν κ. LXX Wi.7.24; ἡ τῶν εἰδῶν κ. Dam.Pr. 308; ἄμικτος καὶ ἀσύγχυτος κ. ibid.5 honesty, ἡ περὶ τὰ χρήματα κ. Plb.31.25.9; ἐπιείκεια καὶ κ. POxy.67.6 (iv A.D.); πίστις καὶ κ. Michel 545.18 (Phrygia, ii B.C.).6 purity, lucidity, of literary style, Sch.Hermog.in Rh.7.81W.7 as a title, Rectitude, Holiness, POxy.2110.16 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρότης
-
29 καθοσιότης
A defunctio, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθοσιότης
-
30 καταλληλότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλληλότης
-
31 κνιπότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνιπότης
-
32 κομψότης
A elegance, prettiness, daintiness, esp. of language, Isoc.12.1 (v.l. κοσμιότητος), Pl.Ep. 358c (pl.); κ. ἱστορική, φυσική, Plu.2.353e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομψότης
-
33 κραυρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραυρότης
-
34 κυαθότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυαθότης
-
35 κυριότης
A dominion, Ep.Eph.1.21: in pl., Ep.Col.1.16.2 later, concrete, authority, PMasp.151.199 (vi A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυριότης
-
36 κυρτότης
A humped shoulders, stoop,ἡ Πλάτωνος κ. Plu.2.26b
; convex surface of a bone, etc., Gal.UP2.7, 12.5 (pl.), al.; of the spherical moon, Plu. 2.922d; of the earth, Cleom.1.8;τῆς θαλάσσης Str.1.1.20
, Theo Sm. p.123 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτότης
-
37 κυφότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυφότης
-
38 κωφότης
A deafness, Hp.Epid.3.17.ζ, Pl.Alc.1.126b, Plu.2.167c; dullness of hearing, ib.38b: metaph., D.19.226, Phld.Rh.2.118S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωφότης
-
39 λαπαρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαπαρότης
-
40 λειότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειότης
См. также в других словарях:
μιλ(λ)ότης — μιλ(λ)ότης, ητος, η (Α) [μιλ(λ)ός] βραδύτητα, νωχέλεια … Dictionary of Greek
αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια … Dictionary of Greek
ότητα — ότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητας — ότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητι — ότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητος — ότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] … Dictionary of Greek
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
σχηματότης — ητος, ἡ, Α (μτγν. τ.) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος κατά τα θηλ. σε ότης* (πρβλ. ποι ότης)] … Dictionary of Greek