-
41 λημότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λημότης
-
42 λιπαρότης
A fattiness,ὑπάρχει ἐν γάλακτι λ. Arist.HA 522a21
, cf. PA 652a29: in pl., fatty substances, Hp.Prog.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαρότης
-
43 λογικότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογικότης
-
44 λοξότης
2 ambiguity, of oracles, Plu.2.409c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοξότης
-
45 λυπρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυπρότης
-
46 μαδαρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαδαρότης
-
47 μαλθακότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθακότης
-
48 μαργότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαργότης
-
49 μαχλότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχλότης
-
50 μεγαλειότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλειότης
-
51 μειζονότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειζονότης
-
52 μεστότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεστότης
-
53 νωθρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νωθρότης
-
54 οὐσιότης
A the quality of existence, Dam.Pr.58, Elias in Cat. 221.1; substantiality, Corp.Herm.12.1, Herm. ap. Stob.1.41.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐσιότης
-
55 παγιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγιότης
-
56 παιδιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδιότης
-
57 παρισότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρισότης
-
58 πελιδνότης
A = πελίωσις, Aret. SA1.5, Gal.18(2).126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελιδνότης
-
59 πελιότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελιότης
-
60 πενιχρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενιχρότης
См. также в других словарях:
μιλ(λ)ότης — μιλ(λ)ότης, ητος, η (Α) [μιλ(λ)ός] βραδύτητα, νωχέλεια … Dictionary of Greek
αινιγματικότητα — ( ότης), η [αινιγματικός] το να εκφράζεται κανείς με αινίγματα, η ασάφεια … Dictionary of Greek
ότητα — ότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητας — ότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητι — ότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότητος — ότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
κρυότητα — και κρυγιότη, η (Μ κρυότητα και κρυότης και κρυότη) κρύο, παγωνιά, ψύχος μσν. κρυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + κατάλ. ότης (πρβλ. βαρβαρ ότης, καθαρ ότης). Ο τ. κρυγιότη < κρύγιος + κατάλ. ότης (πρβλ. αγρι ότη, νι ότη)] … Dictionary of Greek
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
σχηματότης — ητος, ἡ, Α (μτγν. τ.) σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος κατά τα θηλ. σε ότης* (πρβλ. ποι ότης)] … Dictionary of Greek