-
1 στιλβάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβάς
-
2 στιλβαῖος
A coloratus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβαῖος
-
3 στίλβη
-
4 στιλβηδόν
στιλβ-ηδόν, Adv.A shining, glittering, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβηδόν
-
5 στιλβηδών
A brilliance, brightness, polish,σ. δέχεται Thphr.HP5.4.2
.2 flashing, [ ὀφθαλμῶν] Phld.Ir. p.5 W.(pl.); of stars, twinkling, Simp.in Cael. 453.21; τῶν ὁρώντων ὀφθαλμῶν ς., as expl. of St. Elmo's Fire, Placit.2.18.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβηδών
-
6 στιλβόντως
στιλβ-όντως, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβόντως
-
7 στιλβοποιέω
A make to shine, Dsc.1.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβοποιέω
-
8 στιλβός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβός
-
9 στιλβότης
A v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβότης
-
10 στιλβόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβόω
-
11 στίλβω
A , Aristaenet.1.25:—glitter, gleam, of polished or bright surfaces,χιτῶνας.. ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ Il.18.596
; ;κάλλεϊ καὶ χάρισι στίλβων Od.6.237
; λαμπραὶ δ' ἀκτῖνες ἀπ' αὐτοῦ αἰγλῆεν στίλβουσι beam from him, h.Hom.31.11;ὀμμάτων στίλβειν ἄτο.. φλόγα B.17.55
; σ. ὅπλοις E.Andr. 1146; ἰδὼν στίλβοντα τὰ λάβδα, i.e. the λ upon the Spartan shields, Eup.359;σ. νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν Ar.Av. 697
;σ. ἄνθει.. ἐπωμίδας Achae.4.3
;σ. ἐν χρωμάτων ποικιλίᾳ Pl.Phd. 110d
, cf. Thphr. Sens.77;ἱμάτια στίλβοντα Ev.Marc.9.3
: abs., of gold, Pl.Ti. 59b; of sleek horses,σ. ὥστε κύκνου πτερόν E.Rh. 618
; of brilliant complexion, Theoc.2.79, etc.; of water in motion, Arist.Mete. 370a18; of the white gleam on the eye, Id.HA 561a32, Gal.16.610;ὁρᾶν τῷ στίλβοντι Thphr.Sens.26
; of fixed stars, opp. planets (exc. Mercury, v. στίλβων), twinkle, Arist.APo. 78a30, Cael. 290a18: c.acc. cogn., σ. ἀστραπάς flash lightning, E.Or. 480: metaph.,σ. ὁμηλικίην ἐρατεινήν Orph.A. 1115
.2 metaph., shine, be bright, E.Hipp. 194 (anap.).II trans.,=στιλπνόω, στίλβει πρόσωπον Dsc.1.84
(v.l. for στιλβοῖ); στίλψασα τὰς παρειὰς ἐντρίμματι Aristaenet.
l.c. -
12 στίλβωθρον
στίλβ-ωθρον, τό,A cosmetic, Dsc.1.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στίλβωθρον
-
13 στίλβωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στίλβωμα
-
14 στίλβων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στίλβων
-
15 στίλβωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στίλβωσις
-
16 στιλβωτής
A colorator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιλβωτής
-
17 στίλβω
Grammatical information: v.Meaning: `to shine, to gleam, to shimmer'(Il.)Other forms: Aor. στίλψαι (rare a. late) (esp. ep. poet. Il., late prose).Compounds: Also w. ἀπο- a.o.Derivatives: 1. στίλβ-η f. `lamp' (com.), Άττικοὶ δε ἔσοπτρον H. 2. - ηδών, - όνος f. `brilliance, shimmer' (Thphr., Phld. a.o.; cf. λαμπηδών). 3. στίλψις f. `the sparkling' (Tz.). 4. στιλβ-άς (γῆ) `shimmering' (late). 5. - αῖος = coloratus (gloss.). 6. - ηδόν adv. `gleaming, sparkling' (Suid.). 7. - ων, - οντος a. - ωνος m. name of the planet Mercury (Arist. a.o.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), also PN as Στίλπων. 8. στιλβός `gleaming' (Gal.) with - ότης f. (v. l. for στιλπνότης Plu.), - όω `to make shine' (LXX, Dsc.), from which - ωσις, - ωμα, - ωθρον, - ωτής (LXX, Dsc. a..). -- Beside it στιλπνός `shining, sparkling' (Ξ 351, Arist. a.o.) with - ότης (Gal., Plu. a.o.), - όω `to polish' (Arr., Gal.) with - ωτής (Lyd.); cf. θαλπνός, τερπνός a.o.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. As a sequence - ilb\/p- for the Indo-European phonological system is unacceptable, the word can at least in this form not have been inherited. A more than uncertain combination with a Celt. word for `eye, aspect', Ir. sell, sellaim etc., in Fick 2, 313 a.o. (s. Bq and WP. 2, 646, Pok. 1035). Not better Machek Rev. et. slav. 23, 63 and Listy filol. 72, 72 f. (to Russ. blistátь `gleam'). -- Furnée 154 assumes στιλπ- beside στιλβ-, because of στιλπνός and Στίλπων. So the word seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,798-799Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στίλβω
См. также в других словарях:
-ωμα — ΝΜΑ κατάληξη ουδέτερων ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / ῶ, όω (πρβλ. μίσθ ωμα, στίλβ ωμα). Η κατάληξη αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων ακόμη και αν δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε ῶ / όω (πρβλ. ἀρσέν… … Dictionary of Greek
-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος … Dictionary of Greek
στίγων — ωνος, ὁ, Α στιγματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα) + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. στίλβ ων)] … Dictionary of Greek
στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… … Dictionary of Greek
τεντωτήρας — ο, Ν τεχνολ. μοχλός με δύο μοχλό βραχίονες και υπομόχλιο σε σταθερό σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεντώνω + επίθημα τήρας (πρβλ. στιλβ ωτήρας)] … Dictionary of Greek