-
1 είδης
-
2 εἴδῃς
-
3 ειδής
-
4 εἰδῇς
-
5 ειδής
- ειδής suffix to adjectives indicating that something is ‘like, similar to’; Schwyzer I 418; cp.-ώδης (related to ὄζω). -
6 κυρτοειδής
κυρτο-ειδής, ές, Astrol., of signs under which2 of the moon, ἐξ ἀμφοτέρων -ειδής, = ἀμφίκυρτος, Paul. Al.G.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυρτοειδής
-
7 ἴον
Grammatical information: n.Meaning: `violet' (Hom., Thphr.).Compounds: Determin. comp. λευκό-ϊον = ἴον λευκόν `stock-gillyflower' (Thphr.; Risch IF. 59, 257); often as 1. member, e. g. ἰο-ειδής `violet-coloured' ( πόντος; Il.), ἰο-στέφανος `violet-crowned', Athen (h. Hom. 6, 18, Pi., Thgn.), ἰό-κολπος `with violet bossom' (Sapph.; vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 171), ἰο-δνεφής, s. δνόφος; on ἰάνθινος s. v. Wrong Bénaky REGr. 28, 16ff.: ἴον in ἰο-ειδής etc. IIp referring to the colour.Derivatives: ἰόεις `violet-coloured' = `dark-blue' ( σίδηρος Ψ 850, θάλασσα Nic.); ἰωνιά `violet-bed', also plant-name (Thphr.), after ῥοδων-ιά, θημων-ιά (Scheller Oxytonierung 70f.); ἰοντῖτις f. plant-name = ἀριστολόχεια (Dsc.; after κληματῖτις?, Redard Les noms grecs en - της 72).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Medit.Etymology: H. γία (= Ϝία) ἄνθη and the epic metrics confirm the connection with Lat. viola; both prob. come from a Mediterranean language, s. W.-Hofmann s. v.Page in Frisk: 1,729Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴον
-
8 πῡραμίς
πῡραμίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: 1. `pyramid' (Hdt. a.o.). 2. `kind of cake of roasted wheat-grains preserved in honey' (Ephipp.), mostly πυραμοῦς, - οῦντος m. (Ar., Ephipp., Call. a.o.), also πυραμοί pl. m. (Artem.); after H. πύραμος also = χόρτος.Derivatives: Besides πυράμη f. `sickle' (sch.), backformation from πυρᾱμητός m. `wheat-harvest' (Arist. a.o.). πυραμιδο-ειδής `pyramidal' (Epicur.), usu. haplolog. πυραμο-ειδής `id.' (Thphr. a.o.), - ιδικός `id.' (Iamb.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: In the sense of `cake' from πυρός `wheat' after σησαμ-ίς, - οῦς. After Diels KZ 47, 193 ff. (w. lit. and uncorrect formal analysis) the Egypt. pyramids were named after the (though unknown) form of the cake; on this Kretschmer Glotta 10, 243.Page in Frisk: 2,629Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πῡραμίς
-
9 ειδήις
-
10 εἰδῆις
-
11 αἰθεροειδής
αἰθερο-ειδής, ές,A = αἰθερώδης, Plu.2.430e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθεροειδής
-
12 αἱματοειδής
αἱμᾰτο-ειδής, ές,A like blood, blood-red, D.S.17.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματοειδής
-
13 αἱμοειδής
αἱμο-ειδής, ές, =Aαἱματοειδής< Ph.2.244
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμοειδής
-
14 αὐλακοειδής
αὐλᾰκο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλακοειδής
-
15 αὐτοειδής
αὐτο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοειδής
-
16 βαλανοειδής
βᾰλᾰνο-ειδής, ές,A like an acorn, Dsc.5.137.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλανοειδής
-
17 βασιλείδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλείδης
-
18 βελονοειδής
βελονο-ειδής, ές,A needle-shaped,σχήματα Thphr.Sens.77
; β. ἔκφυσις styloid process of the temporal bone, Gal.UP7.19, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βελονοειδής
-
19 βολβοειδής
βολβο-ειδής, ές,A bulb-like, bulb-shaped, Dsc.2.144, Aët.12.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βολβοειδής
-
20 βοστρυχοειδής
βοστρῠχο-ειδής, ές,A curly, Adv.- δῶς Gal.2.900
:—the Adj. may perh. be read in Hsch. for [full] βοστρυχιδῆ and [full] βοστρυχῆνδες. -ομαι, to be curled, Ach. Tat.1.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοστρυχοειδής
См. также в других словарях:
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εἰδῇς — οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδῃς — οἶδα see perf subj act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδῆις — εἰδῇς , οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοειδής — θερμοειδής, ές (Α) αυτός που έχει θερμή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ευ ειδής, κερατο ειδής] … Dictionary of Greek
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ετεροειδής — ές (ΑΜ ἑτεροειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος 2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος (νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος), πρβλ … Dictionary of Greek
ευειδής — ές (ΑΜ εὐειδής, ές) αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές η καλλονή, η ομορφιά τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek
ευλαβοειδής — εὐλαβοειδής, ές (Μ) ευλαβής, πλήρης σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλαβο (< ευλαβής) + ειδής < είδος (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek