Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ὅρκοι

См. также в других словарях:

  • ὁρκοῖ — ὁρκόω make pres ind mp 2nd sg ὁρκόω make pres opt act 3rd sg ὁρκόω make pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • Sotis Volanis — Infobox musical artist Name = Sotis Volanis Img capt = Promotional Photo Background = solo singer Background = solo singer Birth name = Alias = Born = Died = Origin = Genre = Pop Folk, Laiko, Skyladiko Occupation = Singer, songwriter Years active …   Wikipedia

  • Плутархос, Яннис — Яннис Плутархос Γιάννης Πλούταρχος …   Википедия

  • JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευορκία — η (ΑΜ εὐορκία) [εύορκος] η πιστή τήρηση τού όρκου νεοελλ. 1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση 2. ευσυνειδησία πληθ. αἱ εὐορκίαι οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση …   Dictionary of Greek

  • ορκωτήριο — το (Α ὁρκωτήριον) τόπος όπου δίνονται όρκοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρκῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. δεσμω τήριο)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»