-
61 ὁδοιπορέω
ὁδοιπορέω (ὁδοιπόρος ‘a traveler’, fr. ὁδός + πόρος ‘passage’; Soph., Hdt. et al.; Jos., Vi. 157, Ant. 14, 226; SIG 885, 28; PLond I, 121, 181 p. 90 [III A.D.]=PGM 7, 181; Cat. Cod. Astr. 113, 31 τοῖς ὁδοιποροῦσι καὶ ἀποπλέουσιν) travel, be on the way ὁδοιπορούντων ἐκείνων as they were on their way Ac 10:9.—DELG s.v. ὁδός and πόρος. -
62 ὁδοποιέω
ὁδοποιέω (ὁδός, ποιέω) 1 aor. ὡδοποίησα LXX (X., An. 3, 2, 24; 4, 8, 8; 5, 1, 13; Appian, Liby. 91 §430, Bell. Civ. 1, 78 §356 al.; Arrian, Anab. 1, 26, 1; Herodian 3, 3, 7; OGI 175, 10 [II B.C.]; Is 62:10; Ps 79:10; Just., D. 131, 3 ὁδοποιηθεῖσαν θάλασσαν; Ath., R. 11 p. 60, 1) make a way/path, of the disciples ἤρξαντο ὁδοποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας they began to make a path as they picked the ears Mk 2:23 v.l.—DELG s.v. ὁδός. M-M. -
63 ἀθάνατος
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)1 immortalκαλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἀθανάτα Θέτις P. 3.100
Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2
]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., godsἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58
Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. -
64 πιστός
a trusty, loyal, sure of people.καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν Pae. 6.85
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a girls' chorus speaks Παρθ. 2. 38. c. inf., “ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί P. 1.88
Iὕμνοι πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων ποστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.8
( δόνακες)πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες P. 12.27
Ἐριφύλαν ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ N. 9.16
ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (G-H: π[ά]σας Diehl) Παρθ. 2.. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: - οτάταις ὁδοῖς codd.: - οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.II credibleἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31
πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233c n. pl. pro adv. πιστὰ φρονέων with honest intent O. 3.17d n. s. pro subs, what is trustworthy μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (Mommsen e Σ paraphr.: πιστά, πιστάν codd.: fort. - ον m. s.) N. 8.44 -
65 κατευθύνω
+ V 0-15-11-31-16=73Jgs 12,6; JgsA 14,6.19; 15,14A: to keep straight [abs.] Ps 58(59),5; id. [τινα] Ps 7,10; to direct, to lead [τι] 1 Chr 29,18; id. [τινα] Jdt 13,18; to guide [τι] Zech 11,16; to lead to prosperity [τι] 2 Chr 17,5; to go straight towards [εἴς τι] 1 Sm 6,12; id.[ἐπί τινα] JgsA 14,6; id. [τι] 2 Sm 19,18; to prosper [abs.] Ps 100(101),7; to succeed in [τινος] Jgs 12,6; to be right-minded to [+inf.] 2 Chr 30,19P: to prosper Ps 139(140),12οἱ κατευθύνοντες the righteous, the honest Prv 15,8; κατευθύνουσα ὁδός direct way, honest way Prv 29,27 -
66 πλατύς,-εῖα,-ύ
+A 3-9-19-26-10=67 Gn 19,2; 34,10.21; JgsB 18,10; 1 Chr 4,40wide, broad Neh 3,8; spread over a wide space, spacious Gn 34,10; great Neh 4,13; broad (metaph.) Ps 118(119),96; ἡ πλατεῖα (sc. ὁδός) wide (street) Gn 19,2εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πύλης τῆς φάραγγος to the open place of the gate of the valley 2 Chr 32,6 Cf. SHIPP 1979, 459; WEVERS 1993, 562 -
67 βασιλικός
A royal, kingly,ποιέεις οὐδαμῶς -κά Hdt.2.173
;β. γένος A.Pr. 869
; β. [μοναρχία] Pl.Plt. 291e; opp. τυραννικός, Arist.Pol. 1285b3; βασιλικοὶ ἀπέβησαν proved themselves truly kingly, Plb.8.10.10;βασιλικόν [ἐστι] πράττειν μὲν εὖ, κακῶς δ' ἀκούειν Arr.Epict.4.6.20
;ἦθος β. X. Oec.21.10
;τὸ β. Id.Cyr.1.3.18
: βασιλική (sc. τέχνη), ἡ, art of ruling, Andronic.Rhod.p.574M.: [comp] Comp.- ώτερος Herm.
ap. Stob.1.49.45, Jul.Or.2.54d: [comp] Sup.βασιλικώτατος καὶ ἄρχειν ἀξιώτατος X.An.1.9.1
, cf. Isoc.2.29;- ωτάτη χάρις Plu.Alex.21
. Adv.-κῶς, παρών
as a king, with kingly authority,X.
Cyr.1.4.14;β. ἄρχειν Arist.Pol. 1259b1
.2 of or belonging to a king, οἱ β. the king's friends or officers, Plb.8.12.10; ἐγκλήματα β. charges of high-treason, Id.25.3.1; ὀφειλήματα β. debts to the king, ib.3;β. πρόσοδοι PPetr.3p.56
; γραμματεύς (cf. 11.1 ) Wilcken Chr.233.2 (ii B.C.), etc.;γεωργοί PTeb.5.200
(ii B.C.), etc.; ὁδὸς β. the king's highway, LXXNu.20.17, PPetr.3p.65(iii B.C.); μὴ εἶναι β. ἀτραπὸν ἐπὶ γεωμετρίαν no royal road, Euc. ap.Procl.in Euc.p.68F.;β. νόμος OGI483.1
, Ep.Jac.2.8; αἱ β. βίβλοι the books of Kings, Ph.1.427.b β. κύμινον, = ἄμι, Dsc.3.62.II as Subst.,1 βασιλικός (sc. γραμματεύς), ὁ, official in Egyptian νομοί, POxy.1219.15 (iii A. D.).b (sc. οἶκος) basilica, CIG2782.25 ([place name] Aphrodisias).d (sc. ἀστήρ) = βασιλίσκος v, Cat.Cod.Astr.7.201.23.2 βασιλικὴ στοά hall divided into aisles by columns, IG12(3).326.18 ([place name] Thera), Str.5.3.8 (pl.); β. alone, OGI511.15 ([place name] Aezani), Lat. basilica, Vitr.5.1.4,6.3.9, cf. Plu.Publ.15, Cat.Mi.5, App.BC2.26.3 βασιλικόν (sc. ταμιεῖον), τό, treasury, εἰς τὸ β. ἀπομετρῆσαι, τελεῖν, PSI4.344.17 (iii B.C.), D.S.2.40, etc.;ὀφείλειν PRev.Laws5.1
, al.; royal bank, OGI90.29 ([place name] Rosetta), PRein.13.19, al., BGU830.18 (i A. D.).b (sc. δῶμα) palace, D.C. 60.4.d (sc. φάρμακον) name for various remedies, = τετραφάρμακον, Gal.12.601; of other compounds, ibid.; a plaster, Id.13.184; an eyesalve, Id.12.782 (also -κός, ὁ, a bandage, Id.18(1).777).e (sc. φυτόν) basil, Ocimum basilicum, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλικός
-
68 βηματίζω
A measure by paces, Plb.3.39.8 ([voice] Pass.);ὁδὸς βεβηματισμένη κατὰ μίλιον Str.7.7.4
:—[voice] Med.,ὄμματι βηματίσαισθε τὸν ἀέρα Dionys.Eleg.3.5
.II step, walk, Aesop. 322b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βηματίζω
-
69 βίος
A life, i. e. not animal life ([etym.] ζωή), but mode of life (cf.εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11
), manner of living (mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals,διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14
, cf. X.Mem.3.11.6, etc.; alsoζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA 736b13
);ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491
;ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254
;αἰῶνα βίοιο Hes.Fr. 161
;τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr. 537
(lyr.);ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC 1364
;βίον διαγαγεῖν Ar. Pax 439
; ;διατελεῖν Isoc.6.45
; διέρχεσθαι βίου τέλος dub.in Pi.I.4(3).5;τελευτᾶν Isoc.4.84
;ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg. 870e
;ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17
;τέρμα βίου περᾶν S.OT 1530
;ὁδὸς βίου Isoc.1.5
, cf. X.Mem.2.1.21; ; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; soΤαρτησσοῦ β. Him.Ecl.10.11
;β. ζωῆς Pl.Epin. 982a
(cf. βιοτή); ζῆν θαλάττιον β. Antiph.100
;ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8
;λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263
;σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66
: rarely in pl., Alex.116.6 and 11, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ β.; Pl.Lg. 733d, cf. Arist.EN 1095b15, Pol. 1256a20.2 in Poets sts. = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag. 1517 (lyr.); ;φείδεσθαι βίου Id.Ph. 749
; νοσφίζειν τινὰ βίου ib. 1427, etc.3 lifetime,ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων β. Hdt.6.109
;τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ β. γεγονότων λόγων Pl.Phdr. 242a
, cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc.II livelihood, means of living (in Hom. βίοτος), βίος ἐπηετανός Hes.Op.31
, Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, to make one's living off, to live by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11; , cf. 933, 1282;κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις E. Supp. 450
; πλείον' ἐκμοχθεῖν β. ib. 451; β. πολύς ib. 861; ;βίον κεκτημένος Philem.99.4
; ὁ ῐδιος β. private property, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; β. Δημήτριος, = corn, A.Fr.44.III the world we live in, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ β., opp. the philosophers, S.E.M.11.49; simplyὁ βίος Id.P.1.211
; ὁ β. ὁ κοινός ib. 237;μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ β. ἐστί Ph.1.226
; ἐκκαθαίρειν τὸν β., of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public',ἵνα ὁ β. εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4
.V a life, biography, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180.VIII Astrol., the second region, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīv´s 'alive', j[imacracute]vati 'live', Lat. uīvus, etc.) -
70 βραδύνω
A : [tense] aor.ἐβράδῡνα Luc.Cont.1
, App. BC1.69: [tense] plpf.ἐβεβραδύκειν Luc.Symp.20
: ([etym.] βραδύς):I trans., make slow, delay, LXX Is.46.13 :—[voice] Pass., to be delayed,τἀπὸ σοῦ βραδύνεται S.OC 1628
;ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται Id.El. 1501
.II intr., loiter, delay,εἰ βραδύνοιμεν βοῇ A.Supp. 730
(so in [voice] Med.,χεῖρα δ' οὐ βραδύνεται.. ἁρπάσαι δόρυ Id.Th. 623
);μὴ βράδυνε S.Ph. 1400
;σπεύδων.. βραδύνω Pl.R. 528d
: c. inf., Polyaen.1.48.4; βραδύνει σοι τοῦτο; are you slow, slack in this ? Philostr.Im.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδύνω
-
71 βραχύς
A (Thess.): [comp] Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): [comp] Sup. βραχύτατος, βράχιστος:— short,1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg. 718e, etc.; [ αἰών] prob. in B.3.74;βίος Hdt. 7.46
;καιρός Call.Epigr.9
; , Pers. 713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr. 505, v.l. in Pers. 713; ἐν βραχεῖ ([dialect] Ion. βραχέϊ ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp. 217a codd.;διὰ βραχέος Th.2.83
; ; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6;ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17
; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: [comp] Comp.,ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5
;τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10
;βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7
. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.2 of Size, short, small,μορφάν β. Pi.I.4(3).53
; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach.., ib.7(6).44;β. τεῦχος S.El. 1113
, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to.., Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph. 241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly,φυγεῖν Alciphr.3.5
; ; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El. 673;ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59
;ἐν βραχυτέροις Pl.Grg. 449c
; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt. 336a;ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3
, Lys.16.9, cf. Pl.Grg. 449c;ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18
. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC 880;τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl. 613
;β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1
; of things, petty, trifling,ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT 121
; ; ; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El. 1304;οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78
, cf. 140;β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76
;β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17
;οὐσία Is.10.25
: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4.5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat. 4b34, Rh. 1409a18, Po. 1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign ?βραχύςX, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.) -
72 δέμει
δέμει· ὁδός, Hsch. -
73 δέρμη
δέρμη· ὁδός, Hsch. -
74 δεσμή
δεσμ-ή· ὁδός, Hsch.; cf. δέρμη. -
75 διάμαξος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάμαξος
-
76 διανύω
A- ήνυκα Plb.4.11.7
:—bring quite to an end, accomplish, finish, κέλευθα δ. finish a journey, h.Cer. 380, cf. h.Ap. 108; ; l.c.;τὸν πλοῦν ἀπὸ Τύρου Act.Ap.21.7
;πόνους Vett.Val. 330.9
;τὰ προσήκοντα POxy.1469.4
(iii A.D.): c. acc.loci, πολὺν διὰ πόντον ἀνύσσας having finished one's course over the sea, Hes.Op. 635; πλεῖον δ. traverse, of a point moving along a line, Arist.LI 968a25, cf. Archim.Sph.Cyl.Praef., al.;τόπους Plb.4.11.7
: abs., δ. εἰς τὰς ὑπερβολάς arrive at a place, Id.3.53.9:—[voice] Pass., ὁδὸς διηνυσμένη ib.63.7: [tense] aor. inf.διανυσθῆναι Hsch.
: c. part., finish doing a thing,οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων Od.17.517
; but πόνοις σε διδοῦσα διήνυσεν continued giving.., E.Or. 1663: abs., live, Vett. Val.58.17. -
77 διέξοδος
διέξ-οδος, ἡ,A outlet, passage, Hp.Aph.7.51, Arist.PA 684b26, etc.;ἀποκεκληϊμένου τοῦ ὕδατος τῆς δ. Hdt.3.117
, cf. 4.140; διέξοδοι ὁδῶν passage-ways, Id.1.199; ἀνέμων διέξοδοι (through the body), S.Fr. 477;ὅταν πλεύμων μὴ καθαρὰς παρέχῃ τὰς δ. Pl.Ti. 84d
, cf. 91c; way out from, Th. 3.98;αἱ δ. τῶν ὁδῶν Ev.Matt.22.9
; of the main roads out of a town, Aristeas 105; δ. ὑδάτων, of a spring, LXX 4 Ki.2.21; of tears, ib.Ps. 118(119).136.2 pathway, orbit, of the sun, Hdt.2.24; τρεῖς ἡλίου διέξοδοι three days, E.Andr. 1086; of planets, Arist.Mu. 399a3: metaph.,πολλὰς φροντίδων δ. Henioch.4.5
; δ. τῶν βουλευμάτων the paths of his counsels, Hdt.3.156; δ. τῆς φύσεως, τῆς οὐσίας, Ocell. 1.5, 12; [ὁ νοῦς] ἔχων τὴν αὐτὴν διὰ τῶν οὐκ αὐτῶν δ. Plot.6.7.13
.3 issue, event,δ. λαβεῖν Plb.2.1.3
, etc.4 means of escape,πάσας δ. διεξελθών Pl.R. 405c
; δ. πραγμάτων way out of difficulties, Chrysipp.Stoic.3.66.5 Medic., evacuation, Hp.Prog.11, Gal.17(1).132 (pl.).II detailed narrative or description, ἡ τοῦ λόγου δ. the course of the narrative or argument, Pl.Criti. 109a, cf. Prt. 361d, Chrysipp.Stoic.2.250, Ph.1.407; exposition, Phld.Sign.38, Mus. p.110 K., al.; ἡ διὰ στοιχείου δ. description by resolving into elements, Pl.Tht. 207c; κατὰ διέξοδον in detail, Aristid.Rh.1p.505S.;δ. καὶ ἔπαινοι
narratives, tales,Pl.
Prt. 326a, etc.3 repeated experiment, Gal.10.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέξοδος
-
78 δισχιδής
4 branching, of arteries, etc., Gal.UP16.10, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δισχιδής
-
79 δολιχός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχός
-
80 δοχμός
A = δόχμιος 1, δοχμὼ ἀΐσσοντε rushing on slantwise, Il.12.148; lying obliquely,Hp.
Mul. 2.141;δ. ἀπὸ προβολῆς κλινθείς Theoc.22.120
;δ. ἀνακρούων θηρὸς πάτον Nic.Th. 479
; ἁ ὁδὸς ἁ δοχμά the cross-road, Klio 16.170 (Delph., ii B. C.).
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)