-
121 καυματώδης
καυμᾰτ-ώδης, ες,A = καυματηρός, burning, scorching,θέρος οὐ λίην κ. Hp.Epid.1.4
; ;ὁδός D.S.19.18
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυματώδης
-
122 κλόπιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλόπιος
-
123 κοῖλος
κοῖλος, η, ον, [dialect] Aeol.and [dialect] Ion. κοίϊλος, prob. in Alc.15.5, Mimn.12.6; [full] κόϊλος, α, ον, Anacr.9 ([comp] Comp. - ώτερα), cf. A.D.Pron.87.5, Hdn.Gr.2.927:—A hollow, Hom.mostly as epith. of ships,κ. νῆες Il.1.26
, al. (later κ. ναῦς hold of the ship, Hdt.8.119, X.HG1.6.19, D.32.5; so ἡ κ. alone, Theoc.22.12, Callix.1;τὰ κ. App.BC5.107
); κ. λόχος, κ. δόρυ, of the Trojan horse, Od.4.277, 8.507;κ. σπέος 12.93
;κ. πέτρα A. Eu.23
, S.Ph. 1081 (lyr.); κ. κάπετος, of a grave, Il.24.797, S.Aj. 1165 (anap.), cf. Ant. 1205;κ. τάφρος E.Alc. 898
(anap.);κ. νάρθηξ Hes. Op.52
; ; κ. φλέψ vena cava, Hp.Loc.Hom.3, Gal. 2.786, 4.668;σφόνδυλος κ. Pl.R. 616d
; of vessels,ἀγγήϊα Hdt.4.2
; ; ;κύλικος.. κοῖλον κύτος Pl.
Com.189; κ. ἄργυρος καὶ χρυσός silver and gold plate, Theopomp. Hist.283a, cf. S.Fr. 378, Arist.Oec. 1350b23, etc.;κ. ἐκκοπεύς Gal.10.445
; νόμισμα κ. dub. sens. in Numen. ap. Eus.PE11.18; sunk, (Chalcedon, iii/ii B.C.), cf. Longin.Rh.p.199 H. (but κ. γραμμή curved line, Hero Bel.75.15); ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν curved canopy, Rev.Arch.22.63 (Callatis, iii B.C.); κ. ὑποδήματα boots that reach to mid-leg, Ael.NA6.23 (κοῖλα ποσσὶν ὑποδέδεσθε Ezek.Exag. 181
, cf. Poll.7.84); κ. δέμνια empty bed, S.Tr. 901; κ. χείρ, of a beggar, AP12.212 (Strat.);κ. ἱστίον Poll.1.107
; κοῖλος μήν short month, Gem.8.3, cf.κοιλοποιέομαι, κοῖλος 11.3
: [comp] Comp., -ότερος ὁλμοῦ Epich.81
.2 of Places, lying in a hollow or forming a hollow, κ. Λακεδαίμων the vale of L., Od.4.1;κ. Θεσσαλίη Hdt.7.129
;κ. Ἄργος S.OC 378
, 1387;Αὐλίδος κ. μυχοί E. IA 1600
;κ. τόποι Plb.3.18.10
: as pr.n., K. Συρία the district between Lebanon and Anti Lebanon, Id.1.3.1, etc.; τὰ K.τῆς Εὐβοίης Hdt. 8.13
; ἡ K. the valley of the Ilissus, name of Attic deme, Id.6.103, etc.: [comp] Comp.,κοιλότερα τῆς κάτωθεν χώρας Arist.Mete. 352b33
.b κ. λιμήν harbour lying between high cliffs, Od.10.92; κ. αἰγιαλός embayed beach, 22.385;ἐν τῷ κ. καὶ μυχῷ τοῦ λιμένος Th.7.52
.c κ. ὁδός hollow way, Il.23.419;κ. ἄγυια Pi.O.9.34
.d κ. ποταμός a river nearly empty of water, Th.7.84; ap. Ath.9.388a; but κ. ποταμός with deep bed, Plb.21.37.4.3 κ. ἅλς, θάλασσα, the sea full of hollows, i.e. with a heavy swell on, A.R. 2.595, Plb.1.60.6.4 κ. νοσήματα internal complaints, Philostr. VA3.44.II metaph.,1 of the voice, hollow, κόχλον ἑλὼν μυκήσατοκοῖλον Theoc.22.75
(though here κοῖλον may agree with κόχλον); φθέγγεσθαι κ. καὶ βαρύ Luc.Ner.6
, Philostr.VA3.38;ὁ -ότατος τῶν φθόγγων Aristid.Quint.1.10
.2 Philos., hollow, empty, void of content, αἱ κ. ἐνέργειαι, opp. αἱ ἀμείνους, Herm.in Phdr.p.170A.: more freq.in [comp] Comp., κοιλοτέρα θεωρία, ζωή, ib.pp.67,68A.; τὰ -ότερα, opp. τὰ ὑπέρτερα, ib.p.143 A., cf. Dam.Pr.96; χωρῶν πρὸς τὸ κ. ib. 379.3 ἡμέραν κ. ποιεῖσθαι allow payments to lapse for a day (cf.κοιλαίνω 11.2
), BGU1136.5 (i B.C.); οὐδεμίαν δόσιν κ. ποιεῖσθαι ib. 1146.15 (i B.C.).III concave, τὸ κ., opp. τὸ κυρτόν, Arist.Ph. 222b3, EN 1102a31;κοῖλα καὶ ἐσέχοντα Philostr.Im.2.20
; of military formations, Ascl.Tact.11.1.IV Subst. κοῖλον, τό, hollow, cavity, Pl.Phd. 109b, al.; esp. of cavities in the body,τὰ κ. γαστρός E.Ph. 1411
; τὰ κ. [τῆς καρδίας] the ventricles, Arist.HA 496a13; τὸ κ. τῶν νεφρῶν ib. 497a11;τὸ τῶν χειρῶν κ. Apollod.
ap. Ath. 11.479a;τὸ κ. τοῦ.. ποδός Hp.Epid.5.48
: prov., τὸ κ. τοῦ ποδὸς δεῖξαι to show 'a clean pair of heels', Hsch.; τὰ κ. τῶν ὀφθαλμῶν, τοῦ προσώπου, Hp.Mul.2.119, Nat.Mul.9 codd. (sed leg. κύλα) ; τὰ κ. alone, hollows of the side, flanks, like κενεών, Arist.HA 630a3.2 κοῖλος· θυρεών, οὐκ ἔχων θύρας, Hsch. -
124 κυκλόθεν
κυκλόθεν, Adv.A from all around,κ. ὁδὸς περίχει Lys.7.28
, cf. Hp. Fract.33, Thphr.HP4.6.10 (dub.l.), etc.: c. gen., LXX 3 Ki.18.32, al., Apoc.4.3: c. dat., LXX 3 Ki.6.5: spelt κύκλωθεν, IPE12.175 ([place name] Olbia), and sts. in codd., but this spelling is condemned by Theognost. Can. 156, and arose from a supposed connexion with κύκλῳ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλόθεν
-
125 λαοφόρος
A bearing people, λαοφόρον καθ' ὁδόν on a highway, thoroughfare, Il.15.682;λαοφόρου ἐπέβησαν.. κελεύθου Theoc.25.155
; ὑπὲρ τῶν μάλιστα λεωφόρων (v.l. λαοφ-) πυλέων over the gates of greatest thoroughfare, Hdt.1.187.2 Subst., λ. (sc. ὁδός), ἡ, highway,τὰς λεωφόρους μὴ βαδίζειν Pythag.
ap. Porph.VP42, Ael.VH4.17, cf. Iamb.Protr. 21.δ, D.L.8.17;λεωφόρους πρὸς ἐκτροπάς E.Rh. 881
( λαοφ- codd.; λεωφόρου from the highway, cj. Vater);τῶν ἐκ τῆς χώρας λ. εἰς τὴν πόλιν.. τεταμένων Pl.Lg. 763c
, cf. Ph.1.16, Paus.9.2.2, Jul.Or.6.184d, 7.225c, and v. λεώβατος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοφόρος
-
126 λεώβατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεώβατος
-
127 λεῖος
A smooth to the touch, [ αἴγειρος] Il.4.484;λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr. 218
, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra. 414b, al., Arist.Cat. 10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered,ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97
;λ. ὕφασμα Pl.Plt. 310e
; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured,Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4
; of plate, unembossed,φιάλαι IG11(2).161
B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.).2 in Hom., chiefly of level places or countries,λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330
; ἐν λείῳ πεδίῳ ib. 359;λ. ὁδός Od.10.103
, Hes.Op. 288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.);λ. ἄροσις Od.9.134
; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30;πεδίον λ. Hdt.2.29
;χωρίον λειότατον Id.7.9
.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69
; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117;λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12
; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856.b c. gen., χῶρος.. λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282.3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA 582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA 583a6
; esp. of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth,ἱππίδια Epich.44
; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA 505a26; [ γαλεός] the smooth shark, Mustelus laevis, ib. 565b2, Opp.H.1.380;τὸ λ. Hp.Epid.3.14
, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac. 462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91
.4 metaph., smooth, soft, ; of the sound of the voice, Pl.Plt. 307a, Ti. 67b, Phlb. 51d;διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36
; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; alsoλ. μῦθοι A.Pr. 647
; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra. 406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti. 63e;λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr. 411
; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32;λ. ἡσυχίη AP7.278
(Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24;τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48
. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht. 144b, Plu.2.384a;καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol.
ap. Arist.Ath.12.3.II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf.λειόω 11
: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.) -
128 λιθώδης
λῐθ-ώδης, ες,A like stone, stony,γῆ Hdt.4.23
;ὁδός X.Eq.4.4
;τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA 590b23
; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: [comp] Comp., of plants, Arist.GA 783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht. 194e;Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61
. Adv. -δῶς, ὅσα (sc. ὕδατα)προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθώδης
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)