Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀδόντες

См. также в других словарях:

  • ὀδόντες — ὀδούς tooth masc nom/voc pl ὀδούς tooth masc nom/voc pl ὀδών tooth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Силлабо-метрическое стихосложение — Содержание 1 Отличие силлабо метрики от метрики 2 Возникновение и развитие …   Википедия

  • Гетеродонтизм — (или гетеродонтность, от греч. ἕτερος «иной», «различный», ὀδόντες «зубы», букв. «разнозубость»)  особенность анатомического строения, наличие у животного зубов, различающихся по форме и функциональному назначению. Так, синапсиды (вместе с… …   Википедия

  • HIPPOPOTAMI — cum tigribus, exhibiti occurrunt, apud Capitolin. in Ant. Pio, Edita munera, in quibus elephanto et crocutas, et strepsicerotas et crocodilos etiam atque hippopotamos cum tigridibus exhibuit. Etiam Hippopotamo sedisse, legitur Firmus apud Vopisc …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γαλακτίας — ο (Α γαλακτίας) [γάλα] νεοελλ. συνήθως στον πληθ. 1. τα πρώτα δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες 2. τα πρώτα δόντια των αλόγων αρχ. γαλακτίας ή «γαλακτίας κύκλος» ο γαλαξίας* …   Dictionary of Greek

  • γελασίνος — ο (θηλ. νη, η) (AM) 1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός 2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες) τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες 3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε β) τα λακκάκια …   Dictionary of Greek

  • διχαστήρ — διχαστήρ, ο (Α) [διχάζω] φρ. «διχαστῆρες ὀδόντες» οι κοπτήρες …   Dictionary of Greek

  • εσθίω — ἐσθίω (AM) τρώγω αρχ. 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ. «ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.) 3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» στενοχωρεί τον εαυτό του) 4. βάζω μέσα στο στόμα μου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»