Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μυλλός

См. также в других словарях:

  • μυλλός — awry masc nom sg μυλλός awry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλλος — μύλλος, ὁ (Α) το ψάρι μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. μέλος. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mullus] …   Dictionary of Greek

  • Μύλλος — Sciaena umbra masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλλος — Sciaena umbra masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλλός — (I) μυλλός, ή, όν (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μυλλόν καμπύλον, σκολιόν, κυλλόν, στρεβλόν» 2. (κατά τον Ευστ.) «τὸν διεστραμμένον τὴν ὄψιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυλλῶ ή μυλλαίνω (< μύλλον «χείλος»), παρά το ότι η σημ. της λ.… …   Dictionary of Greek

  • μυλλόν — μυλλός awry masc acc sg μυλλός awry neut nom/voc/acc sg μυλλός awry masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλλούς — μυλλός awry masc acc pl μυλλός awry masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύλλοι — Μύλλος Sciaena umbra masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλλοι — μύλλος Sciaena umbra masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύλλον — Μύλλος Sciaena umbra masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύλλου — Μύλλος Sciaena umbra masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»