-
1 θαμέας
θαμέεςcrowded: masc acc pl (epic ionic) -
2 θαμής
(θαμής, ές, oder nach Apollon. in B. A. 563 ϑαμύς), nur im plur. ϑαμέες, ϑαμέσι, ϑαμέας, = dem Folgdn, häufig, dicht gedrängt, ϑαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίοι ἀΐσσουσι, Il. 17, 661 u. öfter; πυκνοὺς καὶ ϑαμέας Od. 14, 12; ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν ϑαμέσι σταμίνεσσιν 5, 252; einzeln bei Sp., wie Agathocl. bei Ath. XV, 649 f. – Adv. ϑαμέως, Hippocr.
-
3 σταυρός
σταυρός, ὁ (ἵστημι), ein aufrechtstehender Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade; ἀμφὶ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν σταυροῖσιν πυκινοῖσιν, Il. 24, 453, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνϑα καὶ ἔνϑα πυκνοὺς καὶ ϑαμέας, Od. 14, 11; ἰκρία ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα, Her. 5, 16; Xen. An. 5, 2, 21, u. öfter. – Später das Kreuz zur Hinrichtung, N. T.
-
4 δι-αμ-περές
δι-αμ-περές, neutrum von διαμπερής (διά, ἀνά, περάω, πείρω, πέρας), durch und durch, ganz hindurch; ununterbrochen, fortwährend; durchweg, durchaus, ganz und gar. Homer oft: mit genitiv., Iliad. 12, 429 πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ χρόα χαλκῷ, ἠμὲν ὁτέῳ στρεφϑέντι μετάφρενα γυμνωϑείη μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς, durch den Schild hindurch; 20, 362 ἀλλὰ μάλα στιχὸς εἶμι διαμπερές; ohne Casus, vom Raume. Iliad. 16, 640 βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους; Odyss. 7, 96 ἐν δὲ ϑρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' ἔνϑα καὶ ἔνϑα, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές; Iliad. 5, 658 ὁ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον Σαρπηδών, αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλϑ' ἀλεγεινή; Odyss. 14, 11 σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνϑα καὶ ἔνϑα, πυκνοὺς καὶ ϑαμέας, rund herum; 10, 88 λιμένα, ὃν πέρι πέτρη ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωϑεν; von der Zeit, Odyss. 20, 47 διαμπερὲς ἥ σε φυλάσσω ἐν πάντεσσι πόνοις; Iliad. 16, 499 ἤματα πάντα διαμπερές; Odyss. 4, 209 διαμπερὲς ἤματα πάντα; Iliad. 15, 70 ἐκ τοῠ δ' ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι διαμπερές, εἰς ὅ κ' Αχαιοὶ Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν; übertragen, Iliad. 16, 618 τάχα κέν σε ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές, εἴ σ' ἔβαλόν περ; zuweilen sind mehrere Auffassungen möglich: Iliad. 7. 171 κλήρῳ νῦν πεπάλασϑε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσιν, alle, die Reihe durch, kann räumlich und zeitlich gefaßt werden; 12, 398 Σαρπηδὼν δ' ἄρ' ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν ἕλχ'· ἡ δ' ἕσπετο πᾶσα διαμπερές, αὐτὰρ ὕπερϑεν τεῖχος ἐγυμνώϑη, πολέεσσι δὲ ϑῆκε κέλευϑον, das διαμπερές kann zu πᾶσα und zu ἕσπετο gehören, »die ganze Brustwehr sank«, oder »die Brustwehr sank ganze«; 10, 89 Ἀγαμέμνονα, τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήϑεσσι μένῃ, das διαμπερές kann sich auf εἰς ὅ κε μένῃ beziehen, aber auch auf ἐνέηκε πόνοισι. Mit περάω ist διαμπερές verbunden Odyss. 5, 480 οὔτ' ὄμβρος περάασκε διαμπερές. Auch in tmesi kommt διαμπερές vor: Odyss. 21, 422 Iliad. 11, 377. 17, 309 διὰ δ' ἀμπερές. Aus dieser Tmesis geht unter Anderm hervor, daß ἀνά mit in διαμπε-ρές steckt, was Einige in Abrede stellen, indem sie das Wort von διαπεράω herleiten und das Μ für ein euphonisches Einschiebsel erklären. – Folgende: Hesiod. Th. 402 O. 236 Aeschyl. Ch. 380 Sophocl. Phil. 791 Apoll. Rhod. 4, 1253 Plat. Phaedon. 111 e Rep. 10, 616 d und e Xenoph. A. 4, 1, 18. 7, 8, 14 Plutarch. Philopoem. 6.
-
5 ελαυνω
эп.-поэт. тж. ἐλάω (impf. ἤλαυνον - эп. iter. ἐλαύνεσκον, fut. ἐλῶ и ἐλάσω - эп. ἐλόω и ἐλάσσω, aor. ἤλασα - эп. ἔλασ(σ)α, pf. ἐλήλακα; pass.: aor. ἠλάθην - поздн. ἠλάσθην, pf. ἐλήλαμαι, ppf. ἠληλάμην)1) гнать, погонять(ἅρμα καὴ ἵππους Hom.; ταῦρον διὰ τοῦ ἄστεος Plut.; γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι Aesch.)
τὸν ἵππον ἐ. Her. — ездить верхом на лошади2) угонять, уводить(ἀρίστας βοῶν Hom.; ὅ τι δύναιντο Xen.)
; med. угонять с собой(βόας καὴ μῆλα Hom.; τὰς βοῦς Plat.; λείαν Plut.)
3) изгонять(τινὰ ἐκ δήμου Hom.; τινὰ ἐκ δόμων и ἀφ΄ ἑστίας Aesch.; ἐκ γῆς Soph. и γῆς Eur.; μίασμα Soph. и ἄγος Thuc.)
ἐλαυνόμενος καὴ ὑβριζόμενος Dem. — гонимый и осыпаемый оскорблениями4) ( о корабле) приводить в движение(νῆα Hom.; τὰς ναῦς Arph.; τριήρεις Plat.)
κώπην ἐ. Plut. — грести;πόντον ἐλάταις ἐ. Hom. — плыть на веслах по морю;νηῦς ἐλαυνομένη Hom. — плывущий корабль;οἱ ἐλαύνοντες Hom. — гребцы5) преследовать, терзать, донимать(τινά Hom.)
ἐ. τινὰ κακότητος Hom. — мучить кого-л.;χεὴρ ὀδύνῃσι ἐλήλαται Hom. — рука болит;λοιμὸς ἐλαύνει πόλιν Soph. — мор опустошает город;φοβεῖσθαι, μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem. — опасаться, как бы некое божество не потрясло государства;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ Eur. — он удручен тяжелой скорбью6) ударять(τινὰ σκήπτρῳ Hom.)
χθόνα ἤλασε παντὴ μετώπῳ Hom. — он хлопнулся лицом прямо в землю;κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ Eur. — бряцая плектром на лире7) вести(στρατόν Pind.; στρατιήν Her.)
8) вонзать(δόρυ διὰ στήθεσσιν Hom.; χαλκὸν ἐν πλευραῖσι Pind.)
ὀϊστὸς ὤμῳ ἐνὴ ἠλήλατο Hom. — стрела впилась в плечо9) поражать, ранить(τινὰ ὦμον φασγάνῳ Hom.; ἐλαύνεσθαι εἰς τὸν μηρόν Luc.)
10) наносить, причинять(τέν οὐλέν ὀδόντι Hom.)
11) вдевать, продевать(τι διὰ μέσου τινός Plat.)
12) устремлять, обрушиватьπνεῦμα σφοδρῶς ἐλαυνόμενον Arst. — сильный взрыв (сжатого) воздуха;
ἐδόκει μήνιμα δαιμόνιον ἐλαύνειν τὰς πόλεις Plut. — казалось, что гнев божества обрушился на города;πνοὰς ἀνέμων ζάλην ἐλαυνόντων Plut. — при бушевании ураганных ветров13) устремлять, направлять(τὸν ἑαυτοῦ ὁδόν Arph.)
14) повышать, доводить15) перен. доводить, приводить(τινὰ εἰς ὀργήν Eur.)
16) проводить, прокапывать(τάφρον Hom.; αὔλακα Hes., Pind.; ἀμπελίδος ὄρχον Arph.)
17) проводить, строить, возводить(τεῖχος Hom.)
σταυροὺς πυκνοὺς καὴ θαμέας ἐλαυνέμεν Hom. — строить частокол;τὸ τεῖχος ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται Her. — стена доходит до реки18) проливать(δάκρυ εἰς γαῖαν Eur.)
19) вызывать, возбуждать(κολῳὸν ἔν τισι Hom.)
20) пробуждать(ἀρετάς Pind.)
21) выковывать, ковать(ἀσπίδα χαλκείην Hom.; ἐληλαμένος σίδηρος Plut.)
22) подчинять себе, покорять, захватывать(Ἰωνίαν πᾶσαν Aesch.)
23) устремляться, направляться(ἐπὴ κύματα Hom.)
μάλα σφοδρῶς ἐ. Hom. — спешить изо всех сил24) ехать, путешествовать(νύκτα διὰ δνοφερήν Hom.)
25) вступать, въезжать(ἐς τὸ ἄστυ Her.)
26) врываться, вторгаться(ἐπὴ τέν Ἀττικήν Plut.)
27) обрушиваться, нападать28) доходить, заходить, продвигатьсяἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι Her. — совершить всяческие злодеяния;
ἐγγὺς μανιῶν ἐ. Eur. — находиться на грани безумия;ἔξω τοῦ φρονεῖν ἐ. Eur. — сойти с ума;πρόσω ἐλάσαι τῆς πρὸς τοὺς πολεμίους πλεονεξίας Xen. — превзойти врагов в хитрости;οἱ πόρρω ἀεὴ φιλοσοφίας ἐλαύνοντες Plat. — не перестающие заниматься философией;πρὸς τέν νόσον ἐλάσαι Arst. — впасть в болезнь;πόρρω παντάπασιν ἡλικίας ἐληλακώς Plut. — достигший преклонного возраста;ὅ εἰς τοσοῦτον ἤλασεν ἐπιμελείας, ὥστε … Diog.L. — он дошел в своем трудолюбии до того, что … -
6 θαμεες
-
7 θαμέες
Aθαμύς A.D.Adv.153.4
): fem.nom.and acc. θαμειαί, -άς (oxyt., Aristarch. ap. Hdn.Gr.2.22):—poet.Adj. used only in pl., crowded, close-set,ὀδὀντες.. ὑὸς θαμέες ἔχον Il.10.264
; ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θ. Od.12.92;θαμέες γὰρ ἄκοντες.. ἀΐσσουσι Il.11.552
, 17.661;ἴκρια.. ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι Od.5.252
; πυραί, λίθοι θ., Il.1.52, 12.287; frequent, , Al. 581 (in [comp] Comp. θαμειότερος): [comp] Comp.θαμύντερος Hsch.
Adv. θαμέως,= θαμά, Alc.Supp.25.5 (dub.), Hp.Superf.25, Max.600. -
8 πυκνός
πυκνός [(A)], ή, όν, poet. also [full] πῠκῐνός, ή, όν, both forms in [dialect] Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 ([comp] Sup.), B.Fr.1; [dialect] Aeol. [full] πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 ( πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. [full] πυκνός, exc. S. in lyr., Aj. 1208, Ph. 854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): [dialect] Lacon. [comp] Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—A close, compact.I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid,πυκινὸς θώρηξ Il.15.529
;χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521
;πυκινὸν νέφος Il.5.751
; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340;πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349
;Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3
;σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;π. δέμας Parm. 8.59
; of a sponge, Hp.Ulc.2;π. ὀστοῦν Pl.Ti. 75b
, cf. Hp.VM22; [ σάρκες] Pl.Ti. 74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib. 59b;ἔβενος Thphr.HP1.5.5
;πλεύμων Plu.2.698b
; χωρία ib.650d;πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89
; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.);ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104
(Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34.2 narrow, constricted,οὐ διέρχεται.. ἀρκέουσα ἰκμάς.., πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73
;πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6
.II of the parts of a thing, close-packed, crowded,πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281
; , etc.;πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392
, etc.(v. infr. 111.1);πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309
;πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133
, cf. Od.5.480;σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453
;σταυροὺς.. πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12
; of thick plumage,πυκινὰ πτερά 5.53
;πτερὰ πυκνά Il.11.454
, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520;π. νέφεα Hes.Op. 553
; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι.. βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576;πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36
;τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218
; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr. 678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch. 1050; of thick-falling rain, snow, etc.,πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr. 636
;πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj. 1208
(lyr.);πυκνῇ νιφάδι E.Andr. 1129
; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14;π. θρίξ X.Cyn.4.6
;π. τρίχες Pl.Prt. 321a
; [ δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2;τὰ μὲν π... τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2
.b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 ([comp] Sup.), Arr.Tact.11.1 ([comp] Comp.).2 of a repeated action, frequent, numerous,πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr. 658
;τῶν π. φιλημάτων Id.Fr. 135
;ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22
;πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109
(anap.);π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr. 235
; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph. 844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16;π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f
; continuous, constant,φῶς Corp.Herm. 16.10
;ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44
;ἡ.. εἰωθυῖά μοι μαντικὴ.. πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap. 40a
;ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R. 573e
;τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20
: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by.., X.Vect.5.1 codd.III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283;ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804
;π. δῶμα Xenoph.17
: hence, close, concealed,πυκινὸς δόλος Il.6.187
; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1.2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined asτὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M.
, cf. Plu.2.1135b, etc.IV generally, strong of its kind, sore, excessive,ἄτη Il.24.480
;μελεδῶναι Od.19.516
;ἄχος Il.16.599
.V metaph. of the mind, shrewd, wise,πυκιναὶ φρένες 14.294
, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.;νόος Il.15.461
;μήδεα 3.208
;βουλή 2.55
;ἐφετμή 18.216
;μῦθοι Od.3.23
;ἔπος Il.11.788
; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8;φρήν E.IA67
; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose,πυκνὴ διάνοια Pl.R. 568a
; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24.2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning,Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52
;κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr. 106
; πυκινοί the wise, S.Ph. 854 (lyr.);πυκνότατον κίναδος Ar.Av. 430
(lyr.); .B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc.2 sorely (v. supr. A. IV),πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312
, cf. Od.19.95, al.; constantly,ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22
.3 sagaciously, shrewdly,π. ὑποθήσομαι Od.1.279
, cf. Il.21.293;πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th. 438
(lyr., s.v.l.).II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198;πυκινόν περ ἀχεύων 11.88
;τέττιξ.. καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op. 584
: in Prose,πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2
;πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R. 501b
;πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8
;πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh. 1357b19
; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R. 328d, D.41.24;πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra. 420d
. Adv.- οτέρως Lesb.Gramm.23
, PLond.5.1929(iv A.D.): [comp] Sup.πυκνότατα X.Eq.11.11
.2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445.III poet. Adv. [full] πύκα [[pron. full] ?πυκνόςX?πυκνόςX], thickly, solidly,θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436
;π. π. δόμοιο 22.455
;σάκεος π. π. Il.18
. 608;Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317
, cf. 15.689, 739;πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454
.2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588.------------------------------------ -
9 σταυρός
σταυρός, ὁ,A upright pale or stake,σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.11
, cf. Il.24.453, Th.4.90, X. An.5.2.21; of piles driven in to serve as a foundation, Hdt.5.16, Th.7.25.II cross, as the instrument of crucifixion, D.S.2.18, Ev.Matt.27.40, Plu.2.554a;ἐπὶ τὸν σ. ἀπάγεσθαι Luc.Peregr.34
; σ. λαμβάνειν, ἆραι, βαστάζειν, metaph. of voluntary suffering, Ev.Matt.10.38, Ev.Luc.9.23, 14.27: its form was represented by the Greek letter T, Luc.Jud.Voc.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταυρός
-
10 θαμέες
θαμέες, θαμειαί ( θάμα), dat. θαμέσι, θαμειαῖς, acc. θαμέας: frequent, thick; σταυροὶ πυκνοὶ καὶ θαμέες, ‘thick set and numerous,’ Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θαμέες
-
11 θαμειαί
θαμέες, θαμειαί ( θάμα), dat. θαμέσι, θαμειαῖς, acc. θαμέας: frequent, thick; σταυροὶ πυκνοὶ καὶ θαμέες, ‘thick set and numerous,’ Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θαμειαί
См. также в других словарях:
θαμέας — θαμέες crowded masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek