Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δόλος

См. также в других словарях:

  • δόλος — bait masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …   Dictionary of Greek

  • δόλος — ο 1. η βούληση ή ο τρόπος για παραπλάνηση, πανουργία: Της πήρε ό,τι είχε και δεν είχε χρησιμοποιώντας δόλο. 2. (νομ.), η εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, για την οποία ο δράστης γνωρίζει ότι είναι άνομη: Είναι ένοχος, γιατί ενέργησε με δόλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δόλοι — δόλος bait masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοιο — δόλος bait masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοις — δόλος bait masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισι — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλοισιν — δόλος bait masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλον — δόλος bait masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλου — δόλος bait masc gen sg δολόω beguile pres imperat act 2nd sg δολόω beguile imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόλους — δόλος bait masc acc pl δολόω beguile imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»