-
1 Πιτάνα
Πιτάνᾱ, Πιτάνηfem nom /voc /acc dual (doric)Πιτάνᾱ, Πιτάνηfem nom /voc sg (doric aeolic)——————Πιτάναι, Πιτάνηfem nom /voc pl (doric)Πιτάνᾱͅ, Πιτάνηfem dat sg (doric aeolic) -
2 Πιτάνα
Πῐτᾰνα a city in Sparta: its eponymous nymph, mother by Poseidon of Euadne.1πρὸς Πιτάναν δὲ παρ' Εὐρώτα πόρον δεῖ σάμερον ἐλθεῖν O. 6.28
-
3 Πιτάνᾳ
Βλ. λ. Πιτάνα -
4 Πιτάνας
Πιτάνᾱς, Πιτάνηfem acc pl (doric)Πιτάνᾱς, Πιτάνηfem gen sg (doric aeolic) -
5 Πιτανάτιδι
Πιτανά̱τιδι, Πιτανᾶτιςfem dat sg -
6 Πιτάναν
Πιτάνᾱν, Πιτάνηfem acc sg (doric aeolic) -
7 Πιτάναι
Πιτάνηfem nom /voc pl (doric)Πιτάνᾱͅ, Πιτάνηfem dat sg (doric aeolic) -
8 κελεύω
1 bid c. acc. & inf. πέμποισ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος (sc. Πιτάνα) O. 6.32 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἀπόλλων) O. 6.70 ἐκέλευσεν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (Mosch.: (ἐ) κέλευσε codd.) O. 7.64σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν N. 4.80
Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (Lobel: κέλευε Π̆{ac}: ἐκέλευσε Π̆{pc}) fr. 169. 45. ] α κέλευσ' ι[ P. Oxy. 1792 fr. 34. -
9 μείγνυμι
μείγνυμι ( μειγνύντων ( μίγ. codd. Plut.); μειγνύμεν ( μιγ. codd. Plut.): impf. μείγνυον ( μίγ. codd.): aor. ἔμειξεν ( ἔμιξ. codd., Π); μεῖξαι ( μῖξ. codd.): pass. μείγνυνται ( μίγ. codd. Dion. Hal.); μειγνύμενον ( μιγ. codd.): impf. ἐμείγνυτ ( ἐμίγ. codd.), ἐμείγνυντο ( ἐμίγ. codd. Plut.): aor. 1, μίχθη, ἔμιχθεν; μιχθείς, -έντα, -έντες, -εῖσα; aor. 2, μᾰγεν; μᾰγεῖς(α): pf. μέμικται; μεμιγμένον; μεμίχθαι: μι passim codd., Π: μει Schr.: it is uncertain whether μι or μει should be written in aor. 1 pass. and pf. pass.: also pass. μίσγονται; μισγομέναν.)1 mingle1 c. acc. and dat.,a mingle with ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται (Schr.: μίγνυται, μίγνυνται codd. Dion. Hal.) fr. 75. 17. met., ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν (sc. αὐλοῖς, simm., Wil.: μίγνυμεν codd. Plutarchi: corr. Stephanus, Schr.) *fr. 107b. 1.* pass., ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενὶ (Schr.: μιγν. codd.: i. e. with the addition of your wisdom) P. 5.19b bring to, among ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Schr.: εμιξ[ Π: cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo, πεμφθῆναι ἐς Ὑπερβορέους φασὶν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος) Πα... θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ (Schr.: μιγν. codd. Plutarchi) Θρ. 7. 9. met., inflict upon, Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (Schr.: μῖξαν codd.: “intellego de ludis dictum,” Schr.) P. 4.213μάτρωι χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄργς ἔμειξεν I. 7.25
pass., καὶ Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ἔν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον being brought among the habitations of the Spartans P. 4.257, cf. P. 4.251cI crown withλαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.18
Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (Schr.: μίγνυον codd.) N. 4.21ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.3
II pass., be affected byἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.56
d contract a marriage, for, between pers. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (v. l. μιχθέντι) P. 9.13 καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι (μῖξαι, μίξειν codd.: corr. Schr.) P. 4.2232 c. ἐν + dat., pass., met., come into touch with ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (zeugma of senses 1. b and 4. b is intended) P. 4.251 and so be endowed with νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις μέμικται (sc. Πέλοψ) O. 1.91 ( Ὀλυμπία)ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.29
3 c. σὺν + dat., pass., be mixed, combined withἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.77
4 pass. mingle togethera abs. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά (Stephanus: ἥρως ἐμίγνυτο codd. Plutarchi) fr. 187.b c. dat., be united with of sexual intercourse. ( Πιτάνα).ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα τεκέμεν O. 6.29
Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη O. 9.59
Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (Schr.: ἐμίγνυτ codd.) P. 2.45πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ P. 3.14
θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.68
τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα P. 9.84
ποντίαν θεὸν Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
]μιγεῖσ' α[ Πα. 7. a. 1. τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 51. ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε ( λέχει supp. G-H.) Πα... Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. -
10 Ποσειδαων
Ποσειδᾱων, -ειδάν (-άων, -άν, -άωνος, -ᾶνος, -άωνι, -άωνα, -ᾶν(α), -αον, -άν voc., v. Kambylis, Anredeformen, 133: Ποτειδᾶνος v. infra.) son of Kronos, husband of Amphitrite, god of the sea, earthquakes and horses, patron of the Isthmian games. ( Πέλοψ)1τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.26
“ Ποσείδαον” O. 1.75 ( Πιτάνα)Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν O. 6.58
εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (as builder of the walls of Troy) O. 8.31 Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (Thom. Mag., Tricl.: ποσειδᾶνος, ποτιδᾶνος codd.: “carmini victorem Corinthium celebranti dei appellatio Corinthia perquam apta est,” Turyn) O. 13.5 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (Tricl.: ποτιδᾶνος, ποσειδᾶνος, ποσειδῶνος codd.) O. 13.40ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
“ Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” P. 4.45 “ παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” (Pelias) P. 4.138Ποσειδάωνος ἐνναλίου τέμενος P. 4.204
Ἐλέλιχθον Ποσειδάν P. 6.51
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν I. 1.32
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.14
κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον)σχέθοι I. 4.54
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
ἐλασίχθων ( Ποσειδάν) fr. 18.Ναίδ]ος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
φὰν δ ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos & Theseus) fr. 243. ]ε Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9. cf. εὐτρίαινα, ὀρσιτρίαινα, ὀρσοτρίαινα, ἀγλαοτρίαινα, ἐννοσίγαιος, ἐννοσίδας, σεισίχθων, ποντομέδων, Ἴσθμιος, Πετραῖος, Κρόνιος, Δαμαῖος. -
11 Ποσειδάν
Ποσειδᾱων, -ειδάν (-άων, -άν, -άωνος, -ᾶνος, -άωνι, -άωνα, -ᾶν(α), -αον, -άν voc., v. Kambylis, Anredeformen, 133: Ποτειδᾶνος v. infra.) son of Kronos, husband of Amphitrite, god of the sea, earthquakes and horses, patron of the Isthmian games. ( Πέλοψ)1τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.26
“ Ποσείδαον” O. 1.75 ( Πιτάνα)Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα ἰόπλοκον Εὐάδναν τεκέμεν O. 6.29
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν O. 6.58
εὐρυμέδων τε Ποσειδάν (as builder of the walls of Troy) O. 8.31 Κόρινθον, Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος (Thom. Mag., Tricl.: ποσειδᾶνος, ποτιδᾶνος codd.: “carmini victorem Corinthium celebranti dei appellatio Corinthia perquam apta est,” Turyn) O. 13.5 ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (Tricl.: ποτιδᾶνος, ποσειδᾶνος, ποσειδῶνος codd.) O. 13.40ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
“ Εὔφαμος υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” P. 4.45 “ παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου” (Pelias) P. 4.138Ποσειδάωνος ἐνναλίου τέμενος P. 4.204
Ἐλέλιχθον Ποσειδάν P. 6.51
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν I. 1.32
Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.14
κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα (sc. Ἀνταῖον)σχέθοι I. 4.54
Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
ἐλασίχθων ( Ποσειδάν) fr. 18.Ναίδ]ος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
φὰν δ ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος (Peirithoos & Theseus) fr. 243. ]ε Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9. cf. εὐτρίαινα, ὀρσιτρίαινα, ὀρσοτρίαινα, ἀγλαοτρίαινα, ἐννοσίγαιος, ἐννοσίδας, σεισίχθων, ποντομέδων, Ἴσθμιος, Πετραῖος, Κρόνιος, Δαμαῖος.
См. также в других словарях:
Πιτάνα — Πιτάνᾱ , Πιτάνη fem nom/voc/acc dual (doric) Πιτάνᾱ , Πιτάνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτάνᾳ — Πιτάναι , Πιτάνη fem nom/voc pl (doric) Πιτάνᾱͅ , Πιτάνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτάνας — Πιτάνᾱς , Πιτάνη fem acc pl (doric) Πιτάνᾱς , Πιτάνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτανάτιδι — Πιτανά̱τιδι , Πιτανᾶτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιτάναν — Πιτάνᾱν , Πιτάνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИЛА — • Φυλή, племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… … Реальный словарь классических древностей
Πιτάνη — η, ΝΑ, Α δωρ. τ. Πιτάνα αρχ. 1. μία από τις 12 αιολικές πόλεις τής Μικράς Ασίας στα βορειοανατολικά τής Φώκαιας 2. μία από τις πόλεις τής Λακωνικής κοντά στον Ευρώτα αρχ. (ως προσηγορικό) (στη Σπάρτη) λόχος από 600 περίπου άνδρες, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Πιτάναι — Πιτάνη fem nom/voc pl (doric) Πιτάνᾱͅ , Πιτάνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)