Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἴδμεν

См. также в других словарях:

  • ἴδμεν — οἶδα see perf ind act 1st pl (doric ionic) οἶδα see perf inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Hugh Selwyn Mauberley — (1920) is a long poem by Ezra Pound. It has been regarded as a turning point in Pound s career (by F.R. Leavis and others), and its completion was swiftly followed by his departure from England. The name Selwyn might have been an homage to… …   Wikipedia

  • Proto-Indo-European to Dacian sound changes — NOTE: all html boxes in this article need to be replaced by another format. The Dacian language was a Satem Indo European Language.hort vowelsPIE has the short vowels e, o. The existence of the PIE short vowel a is disputed.The origin of the Late …   Wikipedia

  • Глагол в праиндоевропейском языке — Глагол  часть речи праиндоевропейского языка. Глагол в праиндоевропейском языке обладал категориями лица, числа, времени, залога и наклонения[1]. Реконструкция праиндоевропейской глагольной системы  самая трудная область… …   Википедия

  • ξυνήιος — ξυνήϊος, ΐη, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά» …   Dictionary of Greek

  • οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… …   Dictionary of Greek

  • οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • φλοίσβος — ο / φλοῑσβος, ΝΑ ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή νεοελλ. (γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος τού ρυακιού») αρχ. 1. τάραχος, θόρυβος 2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους… …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»