-
1 Ιππείς
-
2 Ἱππεῖς
-
3 ιππείς
ἱππεύςone who fights from a chariot: masc acc plἱππεύςone who fights from a chariot: masc nom /voc pl (parad-form) -
4 ἱππεῖς
ἱππεύςone who fights from a chariot: masc acc plἱππεύςone who fights from a chariot: masc nom /voc pl (parad-form) -
5 ἱππεύς
-έως + ὁ N 3 3-23-16-5-22=69 Gn 49,17; 50,9; Ex 14,9; 1 Sm 8,11; 13,5horseman, driver, cavalryman Gn 49,17; οἱ ἱππεῖς cavalry 1 Es 8,51ἱππεῖς τοξόται archers on horseback, cavalry Jdt 2,15 -
6 φάλαγξ
A line of battle, battle-array, Hom. only in Il., once in sg.,Τρώων ῥῆξε φάλαγγα Il.6.6
: elsewh. pl.the ranks of an army in battle,Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας 11.90
;φάλαγγες ἀνδρῶν 19.158
, Hes. Th. 935;τῶν κάτω Διὸς φαλάγγων S.Ichn.
(lyr.) in PTeb. 692 iii 10.2 heavy infantry ([etym.] ὁπλῖται) in battle-order, X.An.1.8.17, al.; ἡ φ. τῶν ὁπλιτῶν ib.6.5.27, cf. D.9.49; opp. πελτασταί, X.An.6.5.25; opp. ἱππεῖς, Id.Cyr.6.3.2, Ages.2.9;τοὺς ἱππεῖς πρὸ τῆς φ. ἔστησαν D.S.20.10
, cf. Plu.Crass.23; butοἱ Ἕλληνες ἱππεῖς ὥσπερ φ. ἐπὶ τεττάρων παρατεταγμένοι X.HG3.4.13
: esp. line of battle, opp. κέρας (column in marching order), ἐπὶ φάλαγγος ἄγειν, opp. κατὰ κέρας or ἐπὶ κέρως ἄγειν, Id.Cyr.1.6.43; of ships, Id.HG6.2.30; ἐκ κέρατος εἰς φ. καταστῆσαι to form from column into line, Id.Cyr.8.5.15;παρ' ἀσπίδα παραγαγόντας τὴν ἐνωμοτίαν ἐπὶ φάλαγγος Id.An.4.3.26
;ἐπὶ φάλαγγος καθίστασθαι Id.Cyr.6.3.21
, cf. An.6.5.7,25.c camp, εἴσω, ἔξω φάλαγγος, Id.Ages.2.15. Lac.12.3, cf. Eq.8.12.3 esp. of the Macedonian phalanx, Plb.18.29sqq., etc.4 in writers on Tactics:5 metaph.,λοπάδων παρατεταγμένη φ. Diph.44.3
; of a band of pupils, Lib.Ep.145.1; of a governor's staff (Lat. officium), Id.Or.46.11.II round piece of wood, trunk, log,φάλαγγες ἐβένου Hdt.3.97
;ἐκ κοτίνοιο φ. A.R.2.843
;φ. πύξιναι IG11(2).287
B145 (Delos, iii B. C.).IV bone between two joints of the fingers and toes, Arist.HA 493b29; pl., Ruf.Onom.84 (but metacarpals, [Ruf.] Oss. 22).V = φαλάγγιον 1, Ar. V. 1509, Ra. 1314 (lyr.), Pl.Com.22, X.Mem.3.11.6: masc. in Arist. HA 609a5. (The orig. sense was prob. log, cf. OHG balcho 'beam', Lat. sufflamen (for sub-flag-men) 'brake'.) -
7 τοξότης
-ου + ὁ N 1 1-6-1-0-2=10 Gn 21,20; 1 Sm 31,3; 1 Chr 10,3; 2 Chr 14,7; 17,17archer Gn 21,20ἱππεῖς τοξότας archers on horseback, archer cavalry Jdt 2,15*2 Chr 22,5 οἱ τοξόται the archers-ַהרִֹמים for MT יםמָּהַרִ the Arameans -
8 αὐτοτελής
αὐτο-τελής, ές,A ending in itself, complete in itself, , cf. Ocell.1.7;θεωρίαι αὐ. καὶ αὑτῶν ἕνεκα Arist.Pol. 1325b20
; esp. in Gramm.,λεκτόν Stoic.2.58
;λόγος A.D.Synt.3.5
, al.;ἀξίωμα S.E.M.8.79
;διάνοια Hdn.Fig.p.93S.
; ῥῆμα an intransitive verb, A.D.Synt.116.11; of unity, Theol.Ar.5, cf. Orph.Fr.247.10. Adv. -λῶς, opp. κατὰ συναφήν, independently, separately, Epicur.Ep.2p.36U.b perfect, complete, fully-grown, Nonn.D.7.154,al.2 self-sufficing,αὐ. καὶ ἀπροσδεᾶ φιλοσοφίας Plu.2.122e
; of personal character, independent,προχείρου ἀ. εὐβούλου Phld.Herc.1457.5
.3 absolute, with full powers,στρατηγός Plu.2.754d
, cf. D.C.52.22; αὐ. κρίνειν, opp. προανακρίνειν, Arist.Ath.3.5, cf. 53.2.4 final, without appeal,Hyp.
Eux.15;δίκη Hsch.
, Suid.;διαλήψεις Plb.3.4.4
; αὐ. πρὸς γνῶσιν καὶ σαφήνειαν ib.36.2;αἰτίαν Chrysipp.Stoic.2.292
. Adv. - λῶς at one's own discretion, arbitrarily,οὐκ αὐ. ἀλλ' ἀκριβῶς Lys.Fr. 38
, cf. Plb.3.29.3;ἂν αἱ φαντασίαι ποιῶσιν αὐ. τὰς συγκαταθέσεις Chrysipp.Stoic.2.291
; αὐ. διαιτᾶν control, govern absolutely, Phld.D. 1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτελής
-
9 εὔρωστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔρωστος
-
10 καταδύω
I intr., in [voice] Act. [tense] pres. καταδύνω and [voice] Med. καταδύομαι: [tense] fut. - δύσομαι: [tense] aor. - εδῡσάμην, [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. -δύσεο, -δύσετο:—[voice] Act., [tense] aor. 2 κατέδυν: [tense] pf. καταδέδῡκα:—go down, sink, set, esp. of the sun (as Hom. always in [tense] aor. 2 [voice] Act.),ἠέλιος κατέδυ Il.1.475
, etc.; ἅμα.. ἠελίῳ καταδύντι ib. 592;ἐς ἠέλιον καταδύντα Od.10.183
;ἠελίοιο -δῡομένοιο h.Merc. 197
; καταδεδυκέναι τὴν [ νῆσον]κατὰ θαλάσσης Hdt.7.235
; also of ships, to be sunk or disabled, Id.8.90, Th.2.92, 7.34, X.HG1.6.35, etc.; alsoοἱ ἱππεῖς καταδύνοντες ἐν τέλμασιν Plb. 5.47.2
; κ. ὑφ' ὕδατι duck under water, Batr.89; καταδεδυκώς having popped down, Ar.V. 140.2 go down, plunge into, c. acc.,καταδῦναι ὅμιλον Il.10.231
, etc.; κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον ib. 517;καταδύσεο μῶλον Ἄρηος 18.134
; so μάχην, δόμον, πόλιν καταδύμεναι, 3.241, 8.375, Od.4.246: folld. by Prep., μυῖαι καδδῦσαι ([dialect] Ep. for καταδ-)κατὰ.. ὠτειλάς Il.19.25
;σπάργαν' ἔσω κατέδυνε h.Merc. 237
; καταδυσόμεθ'.. εἰς Ἀΐδαο δόμους we shall go down into.., Od.10.174; soκαταδύνειν ἐς ὕλην Hdt.9.37
, cf. 4.76; εἰς φάραγγας, of hares, X.Cyn.5.16; εἰς ἅπασαν [ τὴν πόλιν] Pl.R. 576e;κατὰ τῆς γῆς Hdt.4.132
;κατὰ τέφρας πολλῆς Plu.Cam.32
; of souls, εἰς βυθὸν κ. Plu.2.943d: c. dat., sink into,ταῖς ὁμοιοπαθείαις Metrod.Fr.38
: freq. with a notion of secrecy, insinuate oneself, steal into,καταδύεται εἰς τὸ ἐντὸς τῆς ψυχῆς ὅ τε ῥυθμὸς καὶ ἁρμονία Pl.R. 401d
; ἡ ἀναρχία εἰς τὰς ἰδίας οἰκίας κ. ib. 562e; κ. ἡ ψῦξις ἕως πλείστου the cold penetrates most, Gal.15.90, cf. 6.178.3 slink away and lie hid,καταδύεσθαι ὑπὸ τῆς αἰσχύνης X.Cyr.6.1.35
, cf. D.21.199 (so abs., to be overcome with shame,ἐπὶ τῇ ἀγνοίᾳ Zos.5.40
);καταδεδυκὼς ἐν τῇ οἰκίᾳ Pl.R. 579b
; , etc.4 get into, put on,κατέδυ κλυτὰ τεύχεα Il.6.504
, cf. Od.12.228;κατεδύσετο τεύχεα καλά Il.7.103
;εἵματα Mosch.4.102
.II causal, make to sink, rare in [tense] pres.,ἐμπίπτων καὶ καταδύων Pherecr.12
;ἐμὲ καταδύουσι τῷ ἄχει X.Cyr.6.1.37
: mostly in [tense] aor. 1,γαύλους καταδύσας Hdt.6.17
; in naval warfare, καταδῦσαι ναῦν cut it down to the water's edge, disable it, Id.8.87, al., Ar.Ra.49, Th.1.50; ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν we let the sun go down in talk, Call.Epigr.2, cf. Aristaenet.1.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδύω
-
11 καταμετρέω
A measure out, [ σῖτον]τοῖσι ἐπικούροισι Hdt.3.91
; of a garden, X.Oec.4.21; μεγέθη, πέρατα, Epicur.Ep.1p.17U., Sent.19;ὑμῖν αὐτοῖς τὰ ὅρια LXXNu.34.10
:—[voice] Med., ἐν τῷ -μετρεῖσθαι ὑμᾶς τὴν γῆν ib.Ez.45.1; of castrametation, Plb.6.41.4; assign land held by military tenure, τῶν -μεμετρημένων [ κλήρων] PPetr.2 intr.p.22 (iii B. C.), cf. PCair.Zen.245.2 (iii B. C.), al.; also of the grantees,τοὺς -μεαετρημένους ἱππεῖς PHal.15.5
(iii B. C.), cf. PLille14.3(iii B. C.).2 measure exactly, be the measure of,μόριον ὃ -μετρήσει τὴν ὅλην Arist. Ph. 237b28
(for wh. ἀναμ- is used 238a22); τὰ -μετροῦντά τινων aliquot parts, Id.Metaph. 1023b15:—[voice] Pass.,ὁ λόγος -μετρεῖται συλλαβῇ Id.Cat. 4b33
: esp. in Metric, of feet or rhythms, D.H.Comp.17, cf. Dem.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμετρέω
-
12 κατάφρακτος
κατά-φρακτος, ον,A covered, shut up, (lyr., in old [dialect] Att. form [full] κατάφαρκτος); πλοῖα κ. decked vessels, Th.1.10 codd., cf. Plb.1.20.13;ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί IG12(1).41
(Rhodes, i B.C.); ἡ κ. ἵππος cavalry clad in full armour, mailed, Plb.30.25.9, cf. Arr.Tact.4.1, 19.4;ἱππεῖς Plu. Crass.21
; τὰκ. coat of mail, PMagd.13.6 (iii B.C.): metaph., encased in ignorance of the future, ψυχαί Ion Trag.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφρακτος
-
13 κόρος
κόρος (A), ὁ,A satiety, surfeit,αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κ. ἀνθρώποισιν Il.19.221
;αἰψηρὸς δὲ κ. κρυεροῖο γόοιο Od.4.103
;πάντων μὲν κ. ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος Il.13.636
;ἀπὸ κ. ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Pi.P.1.82
;κόρον ἔχει μέλι Id.N.7.52
; κ. ἔχειν δακρύων, κακῶν, E.Alc. 185, Ph. 1750 (lyr.); alsoκόρον ἡ τούτων συνουσία ἔχει Pl.Phdr. 240c
;ἐς κ. ἰέναι τινός Philox.2.38
;ἄχρι κόρου D. 19.187
;ἐς κόρον Luc. Merc.Cond.26
, Gal.15.500, Vict.Att.8; πρὸς ἡδονήν τε καὶ κ. gormandizing, Hp.VM14: in mystical sense, opp. χρησμοσύνη, Heraclit. 65.2 the consequence of satiety, insolence, Pi.O.2.95, I.3.2; πρὸς κόρον insolently, A.Ag. 382 (lyr.): freq. as cause or consequence ofὕβρις, τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ Thgn. 153
, cf. Sol.8;ὕβριν κόρου ματέρα Pi.O.13.10
; κόρον, ὕβριος υἱόν Bacis ap.Hdt.8.77. (Cf. κορέννυμι.)------------------------------------κόρος (B), ὁ, [dialect] Ion. [full] κοῦρος, as always in Hom., Pi., and lyr. passages of Trag. (exc. E.Alc. 904), sts. in late Gr., Rev.Et.Gr.42.247 ([place name] Varna); [dialect] Dor. [full] κῶρος Theoc.15.120:—A boy, lad (even before birth,ὃν.. γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι Il.6.59
, cf. Call.Del. 212),κοῦρος πρῶτον ὑπηνήτης Il.24.347
;πρωθῆβαι Od.8.262
;τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει Il.4.321
;σὺν κόροις τε καὶ κόραις A.Fr.43
: in mock Trag.,Οἰδίπου.. παῖδε, διπτύχω κόρω Ar.Fr. 558
: rarein Prose, Pl.Lg. 772a; male infant,ἔτεκε κόρον Conon 33.3
, cf. IG42(1).121.5 (Epid., iv B. C.); in Il. of warriors, 9.86, 12.196, al.; κοῦροι Βοιωτῶν, Ἀθηναίων, Ἀχαιῶν, 2.510, 551, 562;λεκτοὶ Ἀθηναίων κ. E.Supp. 356
; also, of servants waiting at sacrifices and feasts, Il.1.470, al.; at Sparta, κόροι, = ἱππεῖς, Archyt. ap. Stob.4.1.138.2 with gen. of pr. n., son, Od.19.523, etc.;Θησέως κ. S.Ph. 562
, cf. Tr. 644 (lyr.);τῶν ὀλωλότων κόροι E.Supp. 107
; Κεκροπιδῶν κόροι, periphr. like παῖδες, Eub.10.6.II shoot, sprout, of a tree,κόρους πλεκτοὺς.. μυρρίνης Lysipp.9
, cf. Hp. ap. Gal. 19.113, EM276.28, Hsch.; cf. κοῦρος (B).III for [comp] Comp. v. κουρότερος. (Acc. to Eust.582.20, al., from κείρω, of one who has cut his hair short on emerging from boyhood: but κόρ (ϝ) ος (masc. of κόρη) perh. cogn. with Lat. Ceres, Cerus, cresco.)------------------------------------κόρος (C), ὁ,A besom, Hsch.------------------------------------κόρος (D), ὁ, Hebr.A kor, a dry measure containing, acc. to J.AJ 15.9.2, 10 [dialect] Att. medimni (about 120 gallons), LXX Nu.11.32, al., Ev.Luc.16.7, cf. Eupolem. ap. Alex.Polyh.18. -
14 μέτριος
I of Size, μ. ἄνδρες men of average height, Hdt.2.32; μ. πῆχυς the common cubit, Id.1.178; ἰσχὰς μ. a fair-sized fig, Diocl.Fr.140; of Time, μ. μῆκος λόγων the proper length of speech, Pl.Prt. 338b; μ. χρόνος ἀκμῆς a fair average time of maturity, Id.R. 460e.II of Number, [ἱππεῖς] μ. a reasonable number of.., X. Cyr.2.4.14.III mostly of Degree, moderate, ;μ. νῦν ἔπος εὔχου A.Supp. 1059
(lyr.);μ. χάρις E.IA 554
(lyr.);σῖτος -ώτατος X.Lac.1.3
; τὸ μ. the mean, S.OC 1212 (lyr.), cf. Pl.Lg. 719e, Plt. 284e;ὁμολογεῖται τὸ μ. ἄριστον καὶ τὸ μέσον Arist.Pol. 1295b4
;περαιτέρω τοῦ μ. X.Mem.3.13.5
;πέρα τοῦ μ. Thphr.CP6.1.4
;ἐνδοτέρω τοῦ μ. Plu.2.656f
;τὰ μ. E.Med. 125
(anap.);εἴη γ' ἐμοὶ μέτρια Id. Ion 632
;τὰ μ. κεκτῆσθαι X.Mem.2.6.22
;μ. καὶ δίκαια Ar.Nu. 1137
; μ. φιλία a friendship not too great, E.Hipp. 253 (anap.);μετρίων λέκτρων μετρίων δὲ γάμων.. κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον Id.Fr. 503
(anap.); μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι simple dress, Th.1.6; μετρία φυλακῇ not in strict custody, Id.4.30;βίος μ. καὶ βέβαιος Pl.R. 466b
; μ. σχῆμα modest apparel, Id.Grg. 511e;μ. οὐσίαν κεκτῆσθαι Arist.Pol. 1292b26
; οἱ μ. respectable people, D.18.10; later, poor,μ. καὶ δυστυχεῖς POxy.120.7
(iv A. D.), etc.: with inf., ὅσον οἰόμεθα μέτριον εἶναι πιεῖν just sufficient, Pl.Phd. 117b.2 tolerable,οἷς μὴ μ. αἰών S.Ph. 179
(lyr.);ἀπὸ τῶν μ. ἐπ' ἀμήχανον ἄλγος Id.El. 140
(lyr.);μ. ἄχθος E.Alc. 884
(anap.); ; ναύταις μ. χειμὼν φέρειν ib. 688; μετρίων δεομένῳ making a moderate request, Hdt.4.84;τυχεῖν τῶν μετρίων Lys.9.4
; τὰ μ. tolerable terms. Decr. ap. D.18.165;ἐπὶ μετρίοις Th.4.22
; μηδὲν μ. λέγειν nothing tolerably accurate, Pl.Tht. 181b; - ωτάτη ἡ δημοκρατία least intolerable, Arist.Pol. 1289b4, cf. Men.532.17 ([comp] Sup.).3 of Persons, moderate in desires and the like , temperate, Ar.Pl. 245; -ώτεροι ἐς τὰ πολιτικά Th.6.89
;μ. πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg. 816b
;σώφρων καὶ μ. πρὸς τὴν καθ' ἡμέραν δίαιταν Aeschin.3.170
;ἐν τῷ σίτῳ X.Cyr.5.2.17
; of Love, μάκαρες οἳ μ. θεοῦ (sc. Ἀφροδίτης) (lyr.), cf. Fr. 967 (lyr.);εἰ δ' ἦσθα μ. τἄλλα γ' ἡδίστη θεῶν πέφυκας Id.Hel. 1105
; also, moderate, fair, Thgn.615, Pl.R. 396c, etc.; a favourite word in democratic states,μ. καὶ φιλάνθρωπος D.21.185
; σαυτὸν -ώτερον παρέχειν ib.134; μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους mild towards.., Th.1.77.B Adv. μετρίως moderately, within due limits,ἀπηγήσεσθαι Hdt.2.161
; in due measure, neither exaggerating nor depreciating,εἰπεῖν Th.2.35
; ;μ. περὶ αὑτῶν διαλεχθέντες Isoc.12.171
; μ. ἔχειν to be in due proportion, neither too much nor too little, Pl.Tht. 191d; μ. ἔχειν βίου to be moderately well off, Hdt.1.32;μ. φιλοσοφίας ἔχειν Pl.Euthd. 305d
: [comp] Comp. μετριώτερον (infr. 3), also - ωτέρως Arist.HA 587a1: [comp] Sup. - ώτατα Th.6.88, etc.2 enough,μ. κεχόρευται Ar.Nu. 1511
(anap.);μ. πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην εἰρημένα Id.Ec. 969
; moderately, pretty well,ἐν οἰκουμένῃ καὶ μ. πολιτείᾳ Pl.Lg. 936b
;σωφρονοῦσι καὶ μ. D.6.19
; μ. [λέγειν] Men.Pk. 262;ἀποδέξασθαι μ. Pl. Tht. 161b
.3 modestly, temperately, , cf. HF 709;ἀποκρίνασθαι X.An.2.3.20
;μ. βεβιωκώς Lys. 16.3
(but μ. διάγειν to be moderately off, X.Hier.1.8);πενθεῖν μ. Antiph.53.1
;φέρειν Plb.3.85.9
; on fair terms,μ. ξυναλλαγῆναι Th.4.19
, cf. 20: [comp] Comp. - ώτερον, πρός τινας φρονεῖν X.Cyr.4.3.7
.4μ. ἔχειν
to be in 'middling' health,PLips.
108.6 (ii/iii A. D.).II neut. μέτριον and μέτρια as Adv.,μέτριον ἔχειν Pl.Lg. 846c
(sed leg. μέτρον); μέτρια βασανισθείς Id.Sph. 237b
: also with Art.,τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι X.Cyr.2.4.26
;τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Th.4.19
, cf. 8.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτριος
-
15 μισθόφορος
μισθόφορ-ος, ον,A serving for hire or pay,μ. ἄνθρωποι D.23.123
;δικαστήρια Arist.Pol. 1274a9
, Ath.27.3; ἀνὴρ μ. ἐν λόγοις a mercenary in argument, Pl.Tht. 165d;μ. στρατιῶται Archestr.Fr.61
;μ. κληροῦχος PPetr.3p.286
(iii B.C.);μ. ἱππεῖς PGrenf.2.31.5
(ii B.C.);θανάτου μ. Antiph.266
.2 μ. τριήρεις galleys manned with mercenaries, Ar.Eq. 555.II Subst. μισθοφόροι, οἱ, mercenaries, Th.1.35, al., X.HG5.4.45, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισθόφορος
-
16 μόνιππος
μόνιππος, ὁ,A single horse, riding-horse, opp. chariot-horse, X.Cyr. 6.4.1, Pl.Lg. 834c, GDI 4833 ([place name] Cyrene), cf. Paus.Gr.Fr.259.II as Adj.,μ. ἱππεῖς Poll.1.141
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόνιππος
-
17 νομαδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαδικός
-
18 παραπλήσιος
A coming alongside of: hence, coming near, nearly resembling ; of numbers, nearly equal, about as many ; of size, about as large ; of age, about equal ; etc.:1 abs., Hdt.4.128, etc. ; τοιαῦτα καὶ π. such and such-like, Th.1.22 ; τὰς πράξεις ὁμοίας καὶ π. ἀποβαίνειν Isoc.l.c. ;ταὐτόν ἐστι σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ, ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg. 520a
;ναυσὶ παραπλησίαις τὸν ἀριθμόν Th. 7.70
;ἱππεῖς π. τὸ πλῆθος X.HG4.3.15
;ἀγωνίζεσθαι πρὸς π. ἱππέας Id.Eq.Mag.8.17
.2 freq. c. dat., ἐν τῇ ναυμαχίῃ παραπλήσιοι ἀλλήλοισι ἐγίνοντο were about equal, of a drawn battle, Hdt.8.16 ;νῆσοι Λέσβῳ μεγάθεα παραπλήσιαι Id.1.202
;ἐσθὴς τῇ Κορινθίῃ παραπλησιωτάτη Id.5.87
;π. τούτῳ καὶ ὅμοιον D.19.196
; ὅμοι' ἢ π. τούτοις ib.307: with dat. of the person for dat. of that which belongs to the person,ἔπαθε παραπλήσια τούτῳ Hdt.4.78
, cf. Plb.1.14.2, etc.: rarely c. gen., Id.1.23.6 ; ἦχος συριγμοῦ π. Philum.Ven.21.1 (in Pl. Sph. 217b the gen. ὧν is due to the attraction).3 folld. by a relat.,τρόπῳ παραπλησίῳ, τῷ καὶ Μασσαγέται Hdt.4.172
; byκαί, Λυδοὶ νόμοισι π. χρέωνται καὶ Ἕλληνες Id.1.94
, cf. Th.5.112, 7.71 ; also π. πάσχουσιν ὥσπερ ἂν εἰ .. Isoc.1.27 : neut. παραπλήσια as Adv., π. ὡς εἰ .., perinde ac si.., Hdt.4.99 : sg., παραπλήσιον καὶ οὐ πολλῷ πλέον about the same distance and not much more, Th.7.19 ; τὸ π. D.S. 19.43 : more freq. regul. Adv. - ίως, Pl.Ap. 37a, al. ; ἆρά γ' ὁμοίως ἢ π. ; D.3.27 ; ἀγωνισάμενος π. having fought with nearly equal advantage, Hdt.1.77 ;π. τοῖς εἰρημένοις πράττοντας Isoc.5.51
, etc. ; π. καὶ .., Lat. perinde ac.., Hdt.7.119 ; π. ἔχει καθάπερ .. Pl.Ep. 321a : [comp] Comp.παραπλησιαίτερον Id.Plt. 275c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλήσιος
-
19 παρίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor.1 ; later [tense] pf. παρέστᾰκα in same sense, PTeb.5.196 (ii B.C.), Plb.3.94.7, S.E. M.7.273, etc.I cause to stand, place beside,π. τοὺς ἱππεῖς ἐφ' ἑκάτερον τὸ κέρας Plb.3.72.9
, cf. 3.113.8 ; παραστήσας τὰ ὅπλα having brought his arms into view, D.18.175 ; π. τινὰ φυλάττειν set one near a thing to guard it, v.l. in Id.49.35 ;π. σορὸν σορῷ Anatolian Studies p.204
([place name] Termessus).II set before the mind, present,ὑπόθεσιν.. οὐ χὶ τὴν οὖσαν παριστάντες ὑμῖν D.3.1
; τοῦτο π. τοὺς θεοὺς ὑμῖν that they may put this into your minds, Id.18.1 ;τὸ δεινὸν π. τοῖς ἀκούουσιν Id.21.72
; π. ἐλπίδας, ὁτιοῦν τῶν δεινοτάτων, Id.19.333, 21.15 ; arouse, inspire, οὐ γὰρ ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργὴν ἀλλ' ἡ ἀτιμία ib.72 ;π. φόβον καὶ ἀπορίαν ταῖς πόλεσι Plb.3.94.7
; π. ὁ κίνδυνος διαλογισμόν, μὴ.. Aeschin.2.159 : so τοῦτο π. ὑμῖν γνῶναι prompt you to that decision, D.18.8 ; π. τινὶ θαρρεῖν give one confidence, v.l. in Aeschin.1.174 ; π. τινί c. inf., put it into his head to.., Paus.9.14.6 ; also π. τινὶ ὅτι or ὡς .., X. Oec.13.1, Pl.R. 600c.2 dispose a person,πρὸς μελαγχολίας Phld. Ir.p.28
W., cf. Mus.p.73 K. ; alsoἈθηναίους ἄλλα παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα Plu. Thes.35
:—also in [voice] Pass., V. B. V. 1.3 of a Poet, represent, describe,τὸν Νέστορα παρέστησε [ὁ ποιητὴς] πείθοντα Phld. Hom. p.65
O., cf. Ath.3.110f, 4.133b ;δι' ἐτυμολογίας Corn. ND1
:—[voice] Pass., παριστάσθω ὅτι .. let it be stated that.., S.E. M.7.310.4 furnish, supply, deliver, PCair.Zen.790.10 (iii B.C.), PTeb.5.196 (ii B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).31 ([place name] Cyrene).5 make good, prove, show,τι πολλοῖς τεκμηρίοις Lys.12.51
, cf. Act.Ap.24.13 ;καθάπερ προϊόντες -στήσομεν Phld. Ir.p.85
W., cf. Mus.p.37 K.6 c. acc. pers., present, offer, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ, ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, Ep.Rom.6.13,16.8 in later Greek, as in [voice] Med. (V. C. 1), produce in court, etc., BGU759.22 (ii A.D.), etc.:—[voice] Pass., Sammelb.4512.82 (ii B.C.), etc.III set side by side, compare,[πόλεις] μικρὰς μεγάλαις Isoc. 12.40
.—The use of these act. tenses occurs in Pl.l.c., but first becomes common in Oratt.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act., intr.:I stand by, beside, or near,θέων δέ οἱ ἄγχι παρέστη Il.15.442
, cf. 483 ; , cf. 8.218, 18.183 ; ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι, of a beggar, 17.450 ;οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371
; ζωγράφῳ παρεστηκυῖα, of a painter's model, X. Mem.3.11.2 : freq. in part. παραστάς with a Verb,εἶπε παραστάς Il.12.60
; οὖτα π. 20.472 ; παρασταθείς, v.l. for κατασταθείς, E.Or. 365.2 stand by, i.e. help, defend, τινι Il.10.279, etc. ; , cf. 15.255 ;Ὀδυσῆϊ π. ἠδ' ἐπαρήγει 23.783
, cf. Hes. Th. 439, Hdt.1.87, etc.;π. τινὶ χερσί S. Aj. 1384
; βοηθοὶ π. X. Cyr.5.3.19 ;οὐ παρέστη οὐδ' ἐβοήθησεν D.45.64
.II more freq. in past tenses, to have come,δεῦρο παρέστης Il.3.405
; to be at hand, , etc.2 of events, to be near, be at hand, ;κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν Od.9.52
, cf. 16.280 : in [tense] fut. [voice] Med.,σοὶ..παραστήσεσθαι ἔμελλεν μοῖρ' ὀλοή 24.28
;ἐάν του καιρὸς ἢ χρεία παραστῇ D. 21.101
, cf. 73: freq. in [tense] pf.,παρέστηχ' ὡς ἔοικ' ἀγὼν μέγας E. Hec. 229
, cf. Med. 331 ; in part.,τὸ χρῶμα τὸ παρεστηκός Ar. Eq. 399
;ὁ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος Pl. Lg. 962d
: in [dialect] Att. form παρεστώς, ῶσα, ός, th=s parestw/shs no/sou S. Ph. 734 ; τοῦ π. θέρους ib. 1340 ;τὰς παρεστώσας τύχας E. Or.[ 1024]
; τὰ παρεστῶτα present circumstances, τὰ λῷστα, κράτιστα τῶν π., A. Ag. 1053, Pr. 218 ;πρὸς τὸ παρεστός Ar. Eq. 564
;πρὸς τὸ παριστάμενον X. Eq.Mag.9.1
.III come to the side of another, come over to his opinion,παραστῆναι ἐς τῶν Περσέων τὴν γνώμην Hdt.6.99
: abs., come to terms, surrender, submit, Id.3.13,5.65, 6.140 ;οἱ πολέμιοι παραστήσονται Id.3.155
;τῷ πολέμῳ παραστῆναι D. 22.15
, cf. EM653.2.IV happen to one,τῷ δὴ λέγουσι.. θῶμα μέγιστον παραστῆναι Hdt.1.23
;τὸ φρονεῖν ἀλλοῖα παρίσταται Emp. 108
; esp. come into one's head, occur to one,τὼς νόος ἀνθρώποισι παριστᾶται Parm.16.2
; ; δόξα π. τινὶ ὥστε .. Pl.Phd. 66b ; σοὶ τοῦτο παρέστηκεν, ὡς .. Id.Phdr. 233c ; π. θαῦμα, γνώμη, And.2.2, 24 (s.v.l.) ;ἔκπληξις παρέστη Th.8.96
: impers., παρίσταταί μοι it occurs to me ; τῷ οὐ παραστήσεται.. τεθνάναι βούλεσθαι to whom it will not occur to wish for death, Hdt.7.46: folld. by ὡς, Th. 4.61,95, Lys. 12.62, etc.: c. inf., Id.7.17; : c. acc. et inf., Lys.21.12, Pl.Phd. 58e; part., τὸ παριστάμενον that which comes into one's head, a thought, Luc. Cont. 13 ; ἐκ τοῦ π. λέγειν speak offhand, Plu.Dem.9, cf. Gal. 14.295.2 collect oneself,παραστῆναι πρὸς τὸν κίνδυνον D.S. 17.43
; τῷ θυμῷ παραστάς ib.99 ;π. πρὸς τὴν ἀπολογίαν Plu. Alc. 19
;παρεστηκότες ταῖς γνώμαις Arr.Fr. 161
J.3 metaph., οἶνος παρίσταται the wine improves, becomes fit for drinking, opp. ἐξίσταται, Thphr. CP6.14.10, cf. Dsc.5.8.b of a crop, to be ripe, (Egypt, iii B. C.); so prob. (iii B. C.).VI παρεστηκέναι φρενῶν to be beside oneself, lose one's wits, Plb.18.53.6 ;π. ταῖς διανοίαις Id.14.5.7
, etc.; ἐπὶ τοσοῦτον π. Id.22.8.13 ; cf.παρεξίστημι 11
.VII abs., παρεστηκός, = παρόν, since it was in their power, since the opportunity offered, Th.4.133.C Some tenses of [voice] Med., [tense] pres. and [tense] impf. sts., [tense] fut. and [tense] aor. I almost always (for exceptions, v. supr. B. 11.2, III, iv), are used in causal sense:I set by one's side, bring forward, produce,π. ἱερεῖα X.An.6.1.22
; esp. in a court of justice,τοὺς παῖδας παραστησάμενοι Lys.20.35
; παιδία παραστήσεται (of a culprit) D.21.99 ; ταῦτα παραστησάμενος ib.187;μάρτυρας παρίστανται Is.4.13
, etc.; παραστήσασθαί τινα produce him as witness, Id.9.9, D.34.28, etc.;π. τινὰ εἰς κρίσιν Pl.R. 555b
.II bring to one's side, bring over by force, bring to terms,ἀέκοντας παραστήσασθαι Hdt. 8.80
;π. βία S.OC 916
;π. πολιορκίᾳ Th.1.98
; πολιορκοῦντας π. ὁμολογίᾳ ib.29 : abs., π. τινά, π. πόλιν, Hdt.3.45, Th.1.124, etc.;τοὺς οἰκοῦντας τὴν Ἀττικὴν π. εἰς φορὰν δασμοῦ Pl.Lg. 706b
.2 generally, dispose for one's own views or purposes, τινὰ παραστήσασθαι οὕτως ὥστε .. so to dispose a person that.., Hdt.4.136 ;ἑαυτοὺς πρὸς τὴν μάχην Plb.3.109.9
; dispose, induce a person,πρὸς τὸ κοινωνεῖν Id.29.3.5
: c. acc. et inf., Chio Ep.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρίστημι
-
20 πελτοφόρος
πελτοφόρος ([dialect] Boeot. [suff] πελτ-φόρας IG7.210 ([place name] Aegosthena), 2823 ([place name] Hyettos), also [full] πελταφόρας, Supp.Epigr. 3.354 (Thisbe, iii B.C.)), ον, ([etym.] πέλτη)A bearing a target, [Arist.]Pepl. 30 ; οἱ π., = πελτασταί, X.Cyr. 7.1.24, etc. ; π. ἱππεῖς light horse, Plb.3.43.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελτοφόρος
См. также в других словарях:
ιππείς — Η δεύτερη τάξη στην κοινωνική ιεραρχία της αρχαίας Αθήνας. Περιλάμβανε τους πολίτες που είχαν εισόδημα 300 μεδίμνους (τριακοσιομέδιμνοι). Οι ι. είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν σε καιρό πολέμου ως έφιπποι στρατιώτες με δικά τους έξοδα. Κατά τον… … Dictionary of Greek
Ἱππεῖς — Ἱππεύς masc acc pl Ἱππεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεῖς — ἱππεύς one who fights from a chariot masc acc pl ἱππεύς one who fights from a chariot masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δραγατσάνι — (ρουμ. Dragasani). Πόλη (20.800 κάτ. το 2002) της Μικρής Βλαχίας της Ρουμανίας, όπου στις 7 Ιουνίου 1821 κρίθηκε οριστικά το επαναστατικό κίνημα της Μολδοβλαχίας. To κίνημα οδηγήθηκε μοιραία στην αποτυχία, μετά την καταδίκη του από τον τσάρο και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
πελτοφόρος — ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α 1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη 2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροι πελταστές («πελτοφόροι ιππείς» ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + φόρος*] … Dictionary of Greek