-
1 κατάφαρκτος
κατάφαρκτος, ον,A = κατάφρακτος (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφαρκτος
-
2 κατάφαρκτος
κατάφρακτοςcovered: masc /fem nom sg -
3 κατάφρακτος
κατά-φρακτος, ον,A covered, shut up, (lyr., in old [dialect] Att. form [full] κατάφαρκτος); πλοῖα κ. decked vessels, Th.1.10 codd., cf. Plb.1.20.13;ἔν τε ταῖς ἀφράκτοις καὶ ταῖς κ. ναυσί IG12(1).41
(Rhodes, i B.C.); ἡ κ. ἵππος cavalry clad in full armour, mailed, Plb.30.25.9, cf. Arr.Tact.4.1, 19.4;ἱππεῖς Plu. Crass.21
; τὰκ. coat of mail, PMagd.13.6 (iii B.C.): metaph., encased in ignorance of the future, ψυχαί Ion Trag.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφρακτος
См. также в других словарях:
κατάφαρκτος — κατάφαρκτος, ον (Α) (αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος … Dictionary of Greek
κατάφαρκτος — κατάφρακτος covered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… … Dictionary of Greek