-
1 αὐτοτελής
αὐτο-τελής, ές,A ending in itself, complete in itself, , cf. Ocell.1.7;θεωρίαι αὐ. καὶ αὑτῶν ἕνεκα Arist.Pol. 1325b20
; esp. in Gramm.,λεκτόν Stoic.2.58
;λόγος A.D.Synt.3.5
, al.;ἀξίωμα S.E.M.8.79
;διάνοια Hdn.Fig.p.93S.
; ῥῆμα an intransitive verb, A.D.Synt.116.11; of unity, Theol.Ar.5, cf. Orph.Fr.247.10. Adv. -λῶς, opp. κατὰ συναφήν, independently, separately, Epicur.Ep.2p.36U.b perfect, complete, fully-grown, Nonn.D.7.154,al.2 self-sufficing,αὐ. καὶ ἀπροσδεᾶ φιλοσοφίας Plu.2.122e
; of personal character, independent,προχείρου ἀ. εὐβούλου Phld.Herc.1457.5
.3 absolute, with full powers,στρατηγός Plu.2.754d
, cf. D.C.52.22; αὐ. κρίνειν, opp. προανακρίνειν, Arist.Ath.3.5, cf. 53.2.4 final, without appeal,Hyp.
Eux.15;δίκη Hsch.
, Suid.;διαλήψεις Plb.3.4.4
; αὐ. πρὸς γνῶσιν καὶ σαφήνειαν ib.36.2;αἰτίαν Chrysipp.Stoic.2.292
. Adv. - λῶς at one's own discretion, arbitrarily,οὐκ αὐ. ἀλλ' ἀκριβῶς Lys.Fr. 38
, cf. Plb.3.29.3;ἂν αἱ φαντασίαι ποιῶσιν αὐ. τὰς συγκαταθέσεις Chrysipp.Stoic.2.291
; αὐ. διαιτᾶν control, govern absolutely, Phld.D. 1.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτελής
См. также в других словарях:
αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
κουφοτέλεια — κουφοτέλεια, ἡ (Α) ελάφρυνση από φορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + τέλεια (< τελής < τέλος), πρβλ. αυτο τέλεια ιδιο τέλεια] … Dictionary of Greek
νομοτέλεια — η (φιλοσ.) η ιδιότητα τών πραγμάτων, τών φαινομένων και τών γεγονότων να υπάρχουν, να λειτουργούν και να διεξάγονται με βάση ορισμένους αντικειμενικούς νόμους, η αναγκαία αντικειμενική σχέση μεταξύ τους, μεταξύ αιτίου και αιτιατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek