-
1 πελτοφόρος
πελτοφόρος ([dialect] Boeot. [suff] πελτ-φόρας IG7.210 ([place name] Aegosthena), 2823 ([place name] Hyettos), also [full] πελταφόρας, Supp.Epigr. 3.354 (Thisbe, iii B.C.)), ον, ([etym.] πέλτη)A bearing a target, [Arist.]Pepl. 30 ; οἱ π., = πελτασταί, X.Cyr. 7.1.24, etc. ; π. ἱππεῖς light horse, Plb.3.43.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελτοφόρος
См. также в других словарях:
πελτοφόρος — ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α 1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη 2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροι πελταστές («πελτοφόροι ιππείς» ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + φόρος*] … Dictionary of Greek