Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πελτοφόρος

См. также в других словарях:

  • πελτοφόρος — ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α 1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη 2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροι πελταστές («πελτοφόροι ιππείς» ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • πελτοφόροι — πελτοφόρος bearing a target masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόροις — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρου — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρους — πελτοφόρος bearing a target masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρων — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»