Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἱκέσϑαι

См. также в других словарях:

  • .ικέσθαι — ἱκέσθαι , ἱκνέομαι come aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέσθαι — ἱκνέομαι come aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέσθ' — ἱκέσθαι , ἱκνέομαι come aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Palíci — PALÍCI, orum, waren zween Söhne des Jupiters und der Aetna, einer Nymphe, oder nach andern, der Thalia, einer Tochter des Vulcans, welche Jupiter, nachdem er sie zu Falle gebracht, aus Furcht vor der Juno, der Erde anbefahl, die sich denn aufthat …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ίκμενος — ἴκμενος, ον (Α) φρ. «ἴκμενος οὖρος» ευνοϊκός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στην φρ. ἴκμενος οὖρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Πρόκειται για αθέματη μτχ. (πρβλ. άρμενος, άσμενος), τής οποίας η σημ. είναι αμφίβολη, γιατί το ουσ. οὖρος έχει πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • θεμώ — θεμῶ, όω (Α) [θεμός] κάνω κάτι να προσεγγίσει, ωθώ, αναγκάζω κάτι να πλησιάσει, οδηγώ («θέμωσε... χέρσον ἱκέσθαι» ώθησε, έσπρωξε το πλοίο προς την ξηρά ή οδήγησε το πλοίο προς την ξηρά, δηλ. στον προορισμό του, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • καταγγέλλω — (AM καταγγέλλω) κατηγορώ («δοῡλοι κατήγγειλαν τοὺς δεσπότας», Ηρωδιαν.) νεοελλ. 1. ειδοποιώ αρμόδια αρχή για μια παράνομη πράξη 2. μηνύω κάποιον («θα σέ καταγγείλω για συκοφαντική δυσφήμηση») 3. (για συνθήκες, συμφωνίες, συμβάσεις) κηρύσσω άκυρη… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»