Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἧκον

См. также в других словарях:

  • ἧκον — ἥκω to have come imperf ind act 3rd pl ἥκω to have come imperf ind act 1st sg ἥκω to have come pres part act masc voc sg ἥκω to have come pres part act neut nom/voc/acc sg ἥκω to have come imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἥκω to have come… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • Codex Vaticanus 2061 — For the similarly named manuscript, see Codex Vaticanus. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 048 Name Codex Vaticanus 2061 Text Acts, GE, Paul † …   Wikipedia

  • ακαθήκων — ἀκαθήκων, ουσα, ῆκον (AM) ο μη ταιριαστός, απρεπής, ασεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθήκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθηκόντως] …   Dictionary of Greek

  • λοιπάζω — (AM) [λοιπάς] 1. οφείλω, χρωστώ 2. παθ. λοιπάζομαι μένω έλλειμμα, απομένω ως υπόλοιπο («ὅπερ ἧκον ἄγοντες λοιπασθὲν ἀπὸ τῆς θυσίας», Αριστοφ.) αρχ. παθ. έχω ένδεια, βρίσκομαι σε ανάγκη …   Dictionary of Greek

  • μακράν — (AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά) επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ. β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.) νεοελλ. έξω, εκτός μσν. φρ. «πάγω μακρά» αργώ, καθυστερώ (αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏՇԱՃ — (ի, ից.) NBH 2 0616 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. κατήκον, ἤκον, δέον, προσῆκον, προσῆκων, καταλλήλος conveniens, debitus, accommodatus, congruus, quod par est, vel oportet, velut… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»