-
1 δοῦπος
δοῦπος, ὁ, dumpfes Geräusch; Getöse, Schall, Brausen, Rauschen; entstanden aus γδοῠπος, wohl verwandt mit κτύπος, vgl. γδουπέω u. ἐρίγδουπος, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 45; bei Homer öfters: δοῦπος ἀκόντων, Il. 16, 361; vom Schall der Fußtritte, ποδῶν ὑπὸ δοῠπον ἀκούω Od. 16, 10; vom Geräusch einer bewegten Volksmenge 10, 556; vom Brausen des Meeres 5, 401; vom Rauschen der Waldbäche Il. 4, 455; – vom Schlagen der Brust bei der Klage, χειρόπληκτοι δοῠποι Soph. Ai. 621; πυλῶν Eur. Ion 516; Theocr. 25, 69; ἄκμονος Call. Dian. 54. – Selten in Prosa, ϑόρυβος καὶ δοῠπος Xen. An. 2. 2, 19.
-
2 δοῦπος
δοῦπος, ὁ, dumpfes Geräusch; Getöse, Schall, Brausen, Rauschen; vom Schall der Fußtritte, ποδῶν ὑπὸ δοῠπον ἀκούω; vom Geräusch einer bewegten Volksmenge; vom Brausen des Meeres; vom Rauschen der Waldbäche; vom Schlagen der Brust bei der Klage -
3 περί-δουπος
περί-δουπος, dumpf umtönend, Tzetz. PH. 457.
-
4 τυμπανό-δουπος
τυμπανό-δουπος, mit Pauken lärmend, von Pauken umlärmt, Orph. H. 13, 3.
-
5 φιλό-δουπος
φιλό-δουπος, Getöse liebend, tosend, ἄμη Phani. 4 (VI, 297).
-
6 κατά-δουπος
κατά-δουπος, ὁ, das mit Geräusch Herunterstürzen, Phot. erkl. καταράκτης. S. κατάδουπα.
-
7 γομφιό-δουπος
γομφιό-δουπος, χαλινός, durch die Zähne rasselnd, Qu. Maec. 6 (VI, 233).
-
8 βαρύ-δουπος
βαρύ-δουπος, schwer, dumpf tosend, Mosch. 2. 116; Nonn.; Coluth. 55; s. βαρύγδουπος.
-
9 μετά-δουπος
μετά-δουπος, (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.
-
10 μεγαλό-δουπος
μεγαλό-δουπος, mit großem Geräusche, Sp.
-
11 μενέ-δουπος
μενέ-δουπος, den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend, Ἀϑήνη, Orph. Arg. 539.
-
12 μελί-δουπος
μελί-δουπος, = μελίγδουπος, Conj. Jacobs für μονόδουπος.
-
13 δολό-δουπος
δολό-δουπος, heißt Ares Orph. H. 64, 3, wofür Piers. richtig ὁπλόδουπος conj.
-
14 μονό-δουπος
μονό-δουπος, allein tönend, Simmi. ovum (XV, 27).
-
15 ἀσπιδό-δουπος
ἀσπιδό-δουπος, schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.
-
16 ἀντί-δουπος
ἀντί-δουπος, wiederhallend, Aesch. Pers. 120. 997. 1005.
-
17 ὀξύ-δουπος
ὀξύ-δουπος, mit scharfem, durchdringendem Tone, κύμβαλα, Philp. 6 (VI, 94).
-
18 ὁπλό-δουπος
ὁπλό-δουπος, mit den Waffen rasselnd, Orph. H. 64, 3.
-
19 ἁρμασί-δουπος
ἁρμασί-δουπος, Pind. Eustath., = ἁρματόκτυπος.
-
20 ὁμό-δουπος
ὁμό-δουπος, zusammentosend, Nonn. D. 39, 129.
См. также в других словарях:
δοῦπος — any dead masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ … Dictionary of Greek
δοῦποι — δοῦπος any dead masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοῦπον — δοῦπος any dead masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek
μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… … Dictionary of Greek
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek
μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] … Dictionary of Greek
ομόδουπος — ὁμόδουπος, ον (Α) αυτός που ηχεί συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δοῦπος «βαρύς κτύπος, γδούπος» (πρβλ. μονό δουπος)] … Dictionary of Greek
οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] … Dictionary of Greek
οπλόδουπος — ὁπλόδουπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κρότο με όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ασπιδό δουπος)] … Dictionary of Greek