Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πόδας

См. также в других словарях:

  • πόδας — ο, Ν βλ. πους …   Dictionary of Greek

  • πόδας — πούς foot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους. — См. От головы до пяток …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… …   Dictionary of Greek

  • προκελευσματικός — ή, ό / προκελευσματικός, ή, όν, ΝΑ [προκελεύω] 1. παρορμητικός, προτρεπτικός 2. φρ. «προκελευσματικός πους» (μετρ.) ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές αρχ. (μετρ.) φρ. α) «προκελευσματικὸς διπλοῡς» ο πόδας που αποτελείται από …   Dictionary of Greek

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • нога — НОГ|А (641), Ы с. 1.Нога, одна из двух нижних конечностей человека: Кротъко стѹпани‹ѥ› ‹и›мѣ||и ногама своима. поне же на мѣстѣ ст҃ѣмь стаѥши. Изб 1076, 253–253 об.; бѣаше бо по истинѣ чл҃овѣкъ б҃жии трѹды подвиза˫ас˫а дѣла˫а по вс˫а ‹дни› не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • FICUS — I. FICUS Mauritaniae Caesar. opp. Anton. II. FICUS arbor et fructus. et quidem illa Plin. l. 15. c. 18. Amplissima est, quaedamque et pyris magnitudine aemula. Idem l. 12. c. 5. In India vero, ipsa se semper ferens, vastis diffunditur ramis:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OLEA — I. OLEA Minervae inventrici, apud Poetas, sacra: iuxta illud Virg. l. 1. Georg. v. 18. Oleaeque Minerva Inventrix: Olympionicarum frontes cinxit, secundum quosdam, vide supra Cotinus: pacisque, nec non duritiei emollitae, agriculturae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»