-
1 ίοι
-
2 ἴοι
-
3 Ίοι
-
4 Ἴοι
-
5 Ιοί
-
6 Ἰοῖ
-
7 ιοί
ἰόομαιbecome: pres ind mp 2nd sgἰόωbecome: pres ind mp 2nd sgἰόωbecome: pres opt act 3rd sgἰόωbecome: pres ind act 3rd sg -
8 ἰοῖ
ἰόομαιbecome: pres ind mp 2nd sgἰόωbecome: pres ind mp 2nd sgἰόωbecome: pres opt act 3rd sgἰόωbecome: pres ind act 3rd sg -
9 ιοί
ἰόομαιbecome: pres subj mp 2nd sgἰόομαιbecome: pres ind mp 2nd sgἰός 1arrow: masc nom plἰός 1arrow: masc nom /voc plἰ̱οί, ἰός 2poison: masc nom /voc plἰόωbecome: pres subj mp 2nd sgἰόωbecome: pres ind mp 2nd sgἰόωbecome: pres subj act 3rd sg -
10 ἰοί
ἰόομαιbecome: pres subj mp 2nd sgἰόομαιbecome: pres ind mp 2nd sgἰός 1arrow: masc nom plἰός 1arrow: masc nom /voc plἰ̱οί, ἰός 2poison: masc nom /voc plἰόωbecome: pres subj mp 2nd sgἰόωbecome: pres ind mp 2nd sgἰόωbecome: pres subj act 3rd sg -
11 νάιοι
νά̱ϊοι, νήιοςmasc nom /voc pl (doric)νά̱ϊοι, νήιοςmasc /fem nom /voc pl (doric) -
12 Ὀλύμπιος
Ὀλύμπιος (-ιος, -ίοιο, -ίου, -ίῳ, -ιον; -ιοι, -ίων, -ίοισι, -ιοι.)I epith. of Zeus.Ὀλύμπιος ἁγεμὼν O. 9.57
αἰέναον σέβοντι πατρὸς Ὀλυμπίοιο τιμάν O. 14.12
πρὸς Ὀλυμπίου Διός Pae. 6.1
b pl., Olympian godsζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα O. 2.25
ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστό- ποσιν Πα. 21. 3, 11, 1, 2. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί fr. 75. 1. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 3.bI of (Zeus of) Olympiaβῶμον παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
II epith. of Zeus of Olympia.τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.8
c Olympian, of games held either in Athens or Cyrene. ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις (cf. Deubner, Att. Feste, 177) P. 9.101 -
13 Ἥρα
Grammatical information: DNDialectal forms: Myc. E-raCompounds: As 1. member e. g. in ` Ηρα-κλέης, - κλῆς (Il.; on the explanation Kretschmer Glotta 8, 121ff.) with ` Ηρακληείη ( βίη; metr.; s. Chantraine Gramm. hom. 1, 31), -κλήϊος, - κλειος and ` Ηρακλείδης (Il.; on the metr. form Debrunner Άντίδωρον 38).Derivatives: ` Ηραῖος `belonging to H.' (IA); f. - αία, - άα place name (Arcadia VIa) with ` Ηραιεύς inhab. of Heraia; also Ε̄ρϜαο̄ιοι (El.); ` Ηρα(ι)ών month name (Tenos, Eretria).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Proper meaning unknown, so without etymology. The Cyprian and Arcadian forms without digamma, and also Att. Ἥρα against κόρη from *κορϜη, make El. Ε̄ρϜαο̄ιοι suspect. Therefore the connection with Lat. servāre etc., and ἥρως ("the Protectress, the Lord (fem.)"; Fick-Bechtel Personennamen 361, 440, Solmsen Wortforschung 81 m. n. 1), is quite improbable. New proposals: to IE *i̯ēr- `year' (s. ὥρα), either as "year-goddess" (Schröder Gymnasium 63, 60ff.) or as "the one year-old, i. e. young cow" (v. Windekens Glotta 36, 309ff.). As with most gods names Pre-Greek origin is most probable. See Nilsson Gr. Rel. 1, 427ff..Page in Frisk: 1,642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ἥρα
-
14 βουγάιοι
βουγά̱ϊοι, βουγάιοςbully: masc nom /voc pl -
15 δάιοι
δά̱ϊοι, δάιοςhostile: masc nom /voc pl -
16 Βοιώτιος
1 Boeotianἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν O. 6.90
ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf.Σ. O. 6.152
, ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: - ιοι byz.) O. 7.85 -
17 κύριος
a of people, authoritativeξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν O. 1.104
κυριώτερο[ς λτ;εἰς σοφίας λόγον> (sc. Παλαμήδης: supp. Snell ex Aristide, qui verba laudavisse videtur: αὐτὸν (= Παλαμήδεα) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος) fr. 260. 7. c. gen., master of,πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (cf. ἐπίκουρος) N. 7.51Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
b of time, appointed κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους at the birth of Iamos O. 6.32 κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους Apollo P. 9.44c dub. & frag. [v.μυρίος, Pae. 6.118
] ]ων κύριοι[ Πα. 13b. 24. -
18 Παρνασσίς
Παρνασσίς f. adj.,1 of Parnassos ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι (Boeckh: Παρνασίᾳ codd.) P. 8.20 παρ]νασσίδι (supp. Lobel: -ιδι Π̆{pc}: -ιοι Π̆{ac}) fr. 215b. 10. -
19 λείπω
Aἔλειπον Il.19.288
, etc.: [tense] fut.λείψω 18.11
: [tense] aor. 1 ἔλειψα, part. (= Antiph.32), elsewh. only late, Plb.12.15.12 ( παρ-), Str.6.3.10 ( παρ-), Ps.-Phoc.77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol.Alm.10.4, Luc.Par.42, Ps.-Callisth.1.44 (cod. C); also in later Poets, Man.1.153, Opp.C.2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr.522.16 ([place name] Thessalonica), 314.27 ([place name] Smyrna), etc.: but correct writers normally use [tense] aor. 2ἔλῐπον Il.2.35
, A.Pers. 984 (lyr.), etc.: [tense] pf.λέλοιπα Od.14.134
: [tense] plpf. ἐλελοίπειν ([dialect] Att. -η) X.Cyr.2.1.21:—[voice] Med., in prop. sense chiefly in compds.: [tense] aor. 2ἐλιπόμην Hdt.1.186
, 2.40, E.HF 169, etc. (in pass. sense, Il.11.693, al.):—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense , Hdt.7.8.ά, 48; alsoλειφθήσομαι S.Ph. 1071
, λελείψομαι Il.24.742, Th.5.105, etc.: [tense] aor.ἐλείφθην, λείφθην Pi.O.2.43
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. : [tense] pf.λέλειμμαι Il.13.256
, Democr.228, Pl.Ti. 61a, etc.: [tense] plpf.ἐλελείμμην Il.2.700
; [dialect] Ep.λέλειπτο 10.256
: [dialect] Ep. [tense] aor. alsoἔλειπτο A.R.1.45
, etc.:1 leave, quit, Ἑλλάδα, δώματα, etc., Il.9.447, Od.21.116, etc.: with a neg., [σκόπελον] οὔ ποτε κύματα λείπει Il.2.396
;νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λ. S.Ant. 830
(lyr.); χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο, i.e. die, be killed, Il.18.11;λ. τὸν βίον ὑπό τινος Pl.Lg. 872e
; λ. βίον, βίοτον, etc., S.El. 1444, E.Hel. 226 (lyr.), etc.;αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον Id.Or. 948
.b conversely,τὸν δ' ἔλιπε ψυχή Il.5.696
, Od.14.426;τὸν.. λίπε θυμός Il.4.470
;ἔπειτά με καὶ λίποι αἰών 5.685
, cf. Od.7.224;λίπε δ' ὀστέα θυμός Il.16.743
; ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (sc. ὀστέα) Od.14.134; νῦν δ' ἤδη πάντα λέλοιπεν (sc. ἐμέ) ib. 213; in these two last passages some take it intr., is gone, v. infr. 11.2 leave behind, leave at home,παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Od.13.403
, cf. Il.5.480; esp. of dying men, leave (as a legacy), Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸσκῆπτρον] 2.106; , cf. S.Aj. 973; παῖδα ὀρφανὸν λ. ib. 653; λ. ἄρρενας, θυγατέρας, Pl.Lg. 923e, 924e;λ. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch. 348
(lyr.):—also in [voice] Med., leave behind one (as a memorial to posterity),μνημόσυνον λιπέσθαι Hdt.1.186
, 6.109, al.;λιπέσθαι τιμωρούς E. HF 169
;διαδόχους ἐμαυτῷ Plu.Aem.36
, etc.b leave standing, leave remaining, spare,οἰκίαν οὐδεμίαν X.An.7.4.1
;μηδένα Id.HG2.3.41
, Pl.R. 567b, etc.3 leave, forsake, Il.17.13, etc.;λ. τινὰ χαμαί Pi.O.6.45
; ; τὴν αὑτοῦ φύσιν λ. ib. 903;λ. τὴν τάξιν Pl.Ap. 29a
, etc.; λ. ἐράνους fail in paying.., D.27.25, cf. 25.22; λ. δασμόν, φοράν, X.Cyr.3.1.1, 34; λ. μαρτυρίαν, ὅρκον, fail in.., D.49.19, 59.60, λ. δίκην allow it to go by default, SIG134b24 (Milet., iv B.C.); λοιβὰς.. οὐ λίπε neglected them not, IG3.1337.8.b conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα they failed him, Od.22.119.4 Math., lose or drop something, i.e. have something subtracted from it, τὸ KP λιπὸν τὸ BO the area KP minus the area BO, Apollon.Perg.3.12, cf. Ptol.Alm. 10.4, al., Dioph.2.21.II intr., to be gone, depart, Epigr.Gr.149.2 ([place name] Rhenea); v. supr. 1.1b.2 to be wanting or missing,οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου.. αἰκία S.El. 514
(lyr.); (lyr.); (lyr.); λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες] Arist.HA 518a24;ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc.18.22
; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb.10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr.Epict.2.22.5, cf. Diog.Oen.64; [εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφ' οὗ γίνεται.. μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει is not needed, Marcellin.Puls.69: c. inf., λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι nihil absunt quin.., S.OT 1232: so c. gen.,βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb.2.14.6
, etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp.648.1: freq. with numerals,κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys.19.43
;οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb.12.16.13
; : generally,παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl.Lg. 728a
; ὁ λιπών ib. 759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb.4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase,λειπούσης τῆς φράσεως A.D.Adv.159.28
, al.; to be wanting, omitted,λείποντος τοῦ καί Id.Conj.225.24
: also c. dat.,λείπει ἡ κεῖνος φωνὴ τῷ ε ¯ Id.Adv.147.17
.b of the moon, to be invisible (cf. λειψιφαής), Plot.2.3.5.c λείποντα εἴδη, in Algebra, = λείψεις, negative terms, Dioph.1Def.10.B [voice] Pass., to be left, left behind,ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο Il.2.700
;οἱ δ' οἶοι λείπονται Od.22.250
, etc.; also ὀπίσσω, μετόπισθε, κατόπισθε λ., Il.3.160, 22.334, Od.21.116; παῖδες.. μετόπισθε λελειμμένοι left behind in Troy, Il.24.687;μόνα.. νὼ λελειμμένα S.Ant.58
, etc.; τὸ λειπόμενον βίου (v.l. βιοτᾶς) Ariphron 1 (= IG3.171).b Math., to be subtracted: τὸ ἀπὸ τῆς ΔΦ λειφθὲν ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τῆς ΔΑ ποιεῖ .., the square on ΔΦ subtracted from the square on ΔΑ gives.., Ptol.Alm. 10.7.2 remain, remain over and above,τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.253
; ;ὀλίγων σφι ἡμερέων λείπεται σιτία Hdt.9.45
;ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς.. ἐλπίς E.Tr. 681
;αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Th.3.11
;ἕως ἄν τι λείπηται Id.8.81
: impers., λείπεται it remains, Pl.Tht. 157e: c.acc. et inf.,πεπληρῶσθαί με Id.Phdr. 235c
.II c. gen.,1 to be left without, to be forsaken of,κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pi.I.2.11
;σοῦ λελειμμένη S. Ant. 548
; but στρατὸν λελειμμένον δορός which has been left by the spear, i.e. not slain, A.Ag. 517.2 to be left behind in a race, Il. 23.407, 409, Od.8.125; λελειμμένος οἰῶν lingering behind the sheep, 9.448; λείπετ'.. Μενελάου δουρὸς ἐρωήν he was left a spear's throw behind Menelaus, Il.23.529; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, ib. 523; , cf. E.Hipp. 1244; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι not to lag behind the herald, Th.1.131; but ἀπό τινος to be left behind by one, Il.9.437, 445; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος by the king, Hdt.8.113, 9.66; λείπεσθαι τοῦ καιροῦ to be behind time, X.Cyr.6.3.29;τῆς ναυμαχίης Id.7.168
;τῆς ἐξόδου Id.9.19
; but, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν', ἀπ' οἴκων fail not [to come] from the house, i.e. follow us, dub. in S. Tr. 1275 (anap.): abs., to be left behind, be absent, Hdt.7.229, 8.44.3 come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id.7.48, etc.; οὐκ ἔσθ' ὁποίας λείπεται τόδ' ἡδονῆς falls short of.., E.Fr.138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt.1.99, 7.8. ά (v. infr. 4);περί τι Plb.6.52.8
; ; ;ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th.6.72
;πλήθει λ. X.HG7.4.24
;πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id.An.7.7.31
; οὐδ' ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled.., Epic.in Arch.Pap.7p.4: also c. gen. rei,λειφθῆναι μάχης E.Heracl. 732
;οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id.Or. 1041
: Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than.., Archim.Con.Sph.21: also c. dat. rei,λειφθῆναι μάχῃ A.Pers. 344
: c. part.,οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X.Oec.18.5
; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E.Or. 1085;λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id.Hel. 1246
: abs., to be defeated, Plb.1.62.6;ὑπό τινος AP11.224
(Antip.); λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar.5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A.Fr. 37; also, the poor,IG
14.1839.7.4 to be wanting or lacking in a thing, fail of or in, c. gen.,ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν S.Tr. 937
;γνώμας λειπομένα σοφᾶς Id.El. 474
(lyr.); ; λελ. λόγου failing to heed my word, S.Aj. 543; μῆνας ἓξ.. λειπόμενος (sc. τῶν εἴκοσι ἐτῶν) Epigr.Gr. 519 ([place name] Thessalonica); also,λ. ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μηδ' ὁρᾶν S.OC 495
; v. supr.3.5 to be in need of,τῆς σῆς βοηθείας A.D.Synt.289.28
. (I.-E. leiq[uglide]-, cf. Lat. li-n-quo, Skt. ric-, [tense] pres. [ per.] 3sg. ri-ṇa-k-ti 'leaves', etc.) -
20 μελάγχολος
μελάγ-χολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάγχολος
См. также в других словарях:
ἴοι — ἴοῑ , εἶμι ibo pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰοῖ — Ἰώ the moon fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοῖ — ἰόομαι become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres opt act 3rd sg ἰόω become pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοί — ἰόομαι become pres subj mp 2nd sg ἰόομαι become pres ind mp 2nd sg ἰός 1 arrow masc nom pl ἰός 1 arrow masc nom/voc pl ἰ̱οί , ἰός 2 poison masc nom/voc pl ἰόω become pres subj mp 2nd sg ἰόω become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴοι — Ἴος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
καψίδιο — Πρωτεϊνικό κάλυμμα που περιβάλλει το γενετικό υλικό των ιών, το οποίο, συνήθως, αποτελείται από όμοιες υπομονάδες που ονομάζονται καψομερίδια. Το κ. μπορεί να έχει σχήμα κυλινδρικό, σφαιρικό ή πολυεδρικό και η δομή του καθορίζεται από την… … Dictionary of Greek
Λούρια, Σαλβαντόρ — (Salvador Luria, Τορίνο, Ιταλία 1912 – 1991). Αμερικανός βιολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Τορίνο και συνέχισε διεξάγοντας έρευνες αρχικά στο Παρίσι (1938 40) και αργότερα σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπου μεταξύ… … Dictionary of Greek
νάιοι — νά̱ϊοι , νήιος masc nom/voc pl (doric) νά̱ϊοι , νήιος masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)