-
1 Παρνασσίς
Παρνασσίςlon: fem nom sg -
2 Παρνασσίς
Παρνασσίς f. adj.,1 of Parnassos ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι (Boeckh: Παρνασίᾳ codd.) P. 8.20 παρ]νασσίδι (supp. Lobel: -ιδι Π̆{pc}: -ιοι Π̆{ac}) fr. 215b. 10. -
3 Παρνασσίδα
Παρνασσίςlon: fem acc sg -
4 Παρνασσίδες
Παρνασσίςlon: fem nom /voc pl -
5 Παρνασσίδι
Παρνασσίςlon: fem dat sg -
6 Παρνασσίδος
Παρνασσίςlon: fem gen sg -
7 Παρνασός
Παρνᾱσός, [dialect] Ion. [full] Παρνησός, ὁ, Parnassus, Od.19.432, h.Ap. 269, etc.: —also [full] Παρνασσός, Th.3.95, Philod. Scarph.23 (prob.), Aristonous 1.41, Hdn. Gr.1.209: Adj. [full] Παρνάσιος [pron. full] [ᾱ], α, ον (also ος, ον E.IT 1244 (lyr.)), Parnassian, Pi.P.10.8, Limen.22, etc.: also [full] Παρνήσσιος, IG22.1258.24 (iv B. C.); fem. [full] Παρνᾱσιάς, άδος, [dialect] Ion. [full] Παρνησιάς E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Παρνασός
См. также в других словарях:
Παρνασσίς — lon fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίδα — Παρνασσίς lon fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίδες — Παρνασσίς lon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίδι — Παρνασσίς lon fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασσίδος — Παρνασσίς lon fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιδα — και ίδα κατάληξη θηλυκών ονομάτων τής Νέας Ελληνικής, που προήλθε από την αιτιατική –ιδα ( ίδα) τών τριτόκλιτων ονομάτων σε ις, ιδος ( ίς, ίδος) τής αρχαίας, τής μεσαιωνικής ή τής καθαρεύουσας, είτε προσηγορικών [πρβλ. καρυάτ ις, ιδος, ιδα >… … Dictionary of Greek
Παρνασιάς — και ιων. τ. Παρνησιάς και Παρνασσίς και Παρνησίς, ἡ, Α αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό («μολεῑν... Παρνασίαν ὑπὲρ κλιτύν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Παρνασ(σ)ός + επίθημα ιάς (πρβλ. Κρον ιάς)] … Dictionary of Greek