-
1 μαίνομαι
Aμᾰνοῦμαι Hdt.1.109
,μᾰνήσομαι AP11.216
(Lucill.), D.L.7.118 (neither found in [dialect] Att.): [tense] pf. with [tense] pres. sense , S.El. 879, Ar.Byz. ap. Ath.13.586f; [dialect] Dor. μέμηνα dub. in Alcm. 68; also in pass. form μεμάνημαι [ᾰ] Theoc.10.31: [tense] aor. [voice] Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι, Hdt.3.30, E.Ba. 1295: also [tense] aor. [voice] Med.ἐμηνάμην CPHerm.7.18
(iii A. D.); poet. [ per.] 2sg. ἐμήναο prob. in Bion 1.61, [ per.] 3sg.μήνατο Theoc.20.34
; part.μηνάμενος AP9.35
(Antiphil.):—on the act. forms, v. infr. 11.—Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf.:—rage, be furious, in Il. freq. of martial rage, , cf. 6.101, Od.9.350, etc.;χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Il.16.245
; μαίνεται ἐγχείη ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι ib.75; ; rage with anger, πατὴρ.. φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι ib. 360; ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ ib. 413;φρεσὶ μαινομένῃσιν 24.114
;μαινομένᾳ κραδίᾳ A.Th. 781
, E.Med. 432 (both lyr.);μανείσᾳ πραπίδι Id.Ba. 999
(lyr.); ὁ μανείς the madman, S.Aj. 726;μ. καὶ παραπαίω Pl.Smp. 173e
, etc.;αἱ τῶν μεμηνότων αἰσθήσεις Aristocl.
ap. Eus.PE14.20; to be mad with wine, Od. 18.406, 21.298;μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Luc.DDeor.18.2
; of Bacchic frenzy,μαινόμενος Διώνυσος Il.6.132
; [Θυιάδες] μαινόμεναι S.Ant. 1152
(lyr.);Διονύσῳ μαίνεσθαι Paus.2.7.5
;ἐπὶ τῷ Δ. Alex.223
; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be inspired by.., driven mad by.., Hdt.4.79, cf. μάντις; τὸ μαίνεσθαι madness, S.OC 1537; πλεῖν ἢ μαίνομαι I am beside myself with joy, Ar.Ra. 103, 751; of madness in animals, Plu.2.641c, al.; later simply, = ὀργίζομαι, μαινόμενος ὅτι.. PCair.Zen.41.11 (iii B. C.): freq. with words of manner,ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ' ἀνεκτῶς Il.8.355
;τάδε μαίνεται 5.185
: c. acc. cogn., l. c.;μ. μανίας Ar.Th. 793
;μ. μανίαν ἐρρωμένην Luc.Ind.22
: c. dat.,μ. γόοισι φρήν A.Th. 967
(lyr.);τόλμῃ X.Cyr.1.4.24
; πόνοις at or because of.., A.Supp. 562 (lyr.);τοῖς εὑρήμασιν E.Cyc. 465
; ἐπί τινι (sc. φιλοτιμίᾳ) Id.Ph. 535 (but ἐπί τινι, of love, Theoc.10.31);ἀμφί τινι Semon.7.33
;εἰς τὴν ποιητικήν D.S.14.109
;κατά τινος Luc.Abd. 1
;ὑφ' ἡδονῆς S.El. 1153
.2 of things, rage, riot, esp. of fire,ὡς ὅτ'.. ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται Il.15.606
, cf. Tryph.230; μαινόμενος οἶνος a hot, strong wine, Pl.Lg. 773d; of feelings, ἐλπὶς μαινομένη Orac. ap. Hdt.8.77; (lyr.); (lyr.);μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Id.Ant. 135
(lyr.);σὺν μ. δόξᾳ E.Ba. 887
(lyr.).3 ἄμπελος μαινομένη, of a vine that is never done bearing fruit, Arist. Mir. 846a38, Thphr.CP1.18.4.4 μαινόμενα ἕλκη malignant ulcers, Asclep. ap. Aët.15.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαίνομαι
-
2 ἐπιμαίνομαι
ἐπι - μαίνομαι, aor. ἐπεμήνατο: be mad for, madly desirous, w. inf., Il. 6.160†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιμαίνομαι
-
3 πλείων
πλείων, [full] πλέων, ὁ, ἡ, neut. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, [comp] Comp. of πολύς (on the forms v. sub fin.),A more, of number, size, extent, etc.,οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Il.13.739
;πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Hes. Op. 380
; ἐς πλείονας οἰκεῖν govern for the interest of the majority, Th. 2.37; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν greater than.., Pi.N.7.21; τὸν πλείω λόγον all further speech, S.Tr. 731;ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει X.Cyr.7.5.39
; πλείω τὸν πλοῦν.. ποιησάμενοι having made the voyage longer, Th.8.39; ὁ π. βίος a longer life, Pl.Ti. 75c;μακροτέρα καὶ π. ὁδός Id.R. 435d
, etc.; of Time, longer,π. χρόνος Hdt. 9.111
, S.Ant.74;πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Il.10.252
.2 with Art., οἱ πλέονες the greater number, the mass or crowd, 5.673, Od.2.277;οἱ πλεῦνες Hdt.1.106
, etc.: c. gen., τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν ib.1; the people, opp. the chief men, Id.7.149, Th.8.73, 89, etc.; euphem. of the dead,ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec. 1073
;εὖτ' ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων AP11.42
(Crin.); ἐς πλεόνων μετοικεσίην ib. 7.731 (Leon.); τὸ πλεῖον πολέμοιο the greater part of.., Il.1.165; ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, opp. τοῦ μετρίου, S.OC 1211 (lyr.);τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται Th.4.17
, cf. 92.II pecul. usages of neut.:1 as a Noun, more,πλεῦν ἔτι τούτου Hdt.2.19
, etc.;εἴ τι ἐνορῶ πλέον Id.1.89
; τὸ δὲ π. nay, what is more, E.Supp. 158 (Musgr. for τί δὲ.. ); to a greater extent, Th.1.90, 7.57, etc.; πλέον or τὸ πλέον τινός a higher degree of a thing,τίς πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει; S.OT 1189
(lyr.);τὸ π. τοῦ χρόνου Th.1.118
, etc.; also τὸ π. ὃ ἀναφέρει the excess which he reports, PCair.Zen. 661 (iii B.C.); ᾧ πλεῖον the excess, prob. in PPetr.2p.42 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.742.26 (iii B. C.); πλέον ἔχειν to have the advantage, have the best of it, like πλεονεκτέω, c. gen., Hdt.9.70, Pl.R. 343d, 349b, etc.;τὸ π. πάντων ἔχειν X.Cyr.1.3.18
: more fully,μοίρης πλεῖον ἔχειν Thgn.606
;π. τινὸς φέρεσθαι Hdt.8.29
;π. φέρεσθαι τῶν ἄλλων And.4.4
, etc.; π. ποιεῖν do some good, be successful, ; οὐδὲν π. ποιήσειν, -ῆσαι, And.1.149, 4.7, cf. Pl.Phd. 115c, etc.;παραινοῦσ' οὐδὲν ἐς π. ποιῶ S.OT 918
;οὐδὲν π. ὀψοφαγῶν ποιήσεις Ath.8.344b
;οὐδὲν εἴργασμαι π. E.Hipp. 284
;οὐδὲν π. πρᾶξαι Id.IA 1373
, And.4.20, etc.; οὐδὲν ἐπίσταμαι π. have no superior knowledge, Pl.Tht. 161b; τί πλέον; what more, i.e. what good or use is it? Antipho 5.95, etc.;τί π. πλουτεῖν.. πάντων ἀποροῦντας; Ar.Pl. 531
;τί σοι π. λυπουμένῃ γένοιτ' ἄν; E.Hel. 322
;τί π. ἔστ' εἰς τέκνα πονεῖν; Supp.Epigr.1.567.1
(Karanis, iii B.C.), cf. AP7.261.1 (Diotim.); alsoοὐδὲν ἦν π. τοῖς πεπονθόσιν Lys.19.4
(= And.1.7), cf. D.35.31;ὧν οὐδέν μοι π. γέγονε Isoc.15.28
;οὐδέν γέ σοι π. ἔσται Pl.R. 341a
;τί τὸ π.; Epigr.Gr.306
a.3; ἐπὶ πλέον as Adv., more, further, Hdt.2.171, 5.51, Th.6.54, Pl.Phdr. 261b, etc.: c. gen., beyond,ἐπὶ π. τῶν ἄλλων ἰσχύσας Th.1.9
(but,ἐπὶ τὸ π. ἵκεο μοίσας
to surpassing height in..,Theoc.
1.20); alsoὅταν τις ἐς π. πέσῃ τοῦ θέλοντος S.OC 1219
codd. (lyr.); περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.2 as Adv., more, rather, π. ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι τὴν Ἑλλάδα he inclined rather to the belief.., Hdt.8.100;οὐ τοῦτο δειμαίνεις π.; A.Pr.41
;σέ.. τῶνδ' ἐς πλέον σέβω S.OT 700
;ἢ π. ἢ ἔλαττον D.18.125
; π. ἔλαττον more or less, BGU402.9 (vi A. D.), IG14.177 ([place name] Syracuse); also τὸ π., [dialect] Ion. τὸ πλεῦν, for the most part, Th.1.81, etc.; αὐτῆς τὸ π. μέτοχός εἰμι have the larger share, Hdt.3.52; τὸ π., = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ π. ἢ φόβῳ Th.1.9, cf. 2.37; ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ π., ἀλλὰ δαπάνης not so much.., as.., Id.1.83.b with Numerals,τοξότας π. ἢ εἴκοσι μυριάδας X.Cyr.2.1.6
;οἶκος πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων Is.10.23
; ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι v.l. in D.24.141 (fort. πλεῖν, v. infr.);π. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ X.Oec.21.3
:—in this sense a short form πλεῖν is used by [dialect] Att. writers (cf. Moer.p.294 P., but the rule is not universal, cf. IG22.657.25 (iii B. C.), etc.),πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας Ar.Ach. 858
; πλεῖν ἢ χιλίας (sc. δραχμάς) Id.Eq. 444;στάδια πλεῖν ἢ χίλια Id.Av.6
, cf. Nu. 1041, 1065, al.;πλεῖν ἤ γε διπλοῦν Id.Lys. 589
;πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ πρεσβύτερος Id.Ra.18
, cf. 91; πλεῖν ( πλεῖον codd.)ἢ πέντε τάλαντα D.21.173
;πλεῖν ἢ δυοῖν ποδοῖν Eub.119.10
; ἤ is freq. omitted,πλεῖν ἑξακοσίας Ar.Av. 1251
; ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα v.l. in Pl.Ap. 17d; but δέκα πλείοσιν ἔτεσι for ten years more, Id.Lg. 932c;τρεῖς μῆνας καὶ πλείω X.HG2.2.16
;λίθους.. ὅσον μνααίους καὶ πλεῖον καὶ μεῖον Id.Eq.Mag.1.16
: with number in gen.,κώμας.. οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας Id.An.3.2.34
, cf. 7.3.12.c Com., πλεῖν ἢ μαίνομαι more than to madness, Ar. Ra. 103, 751.e regul. Adv.πλειόνως Aen.Tact.7.4
, J.AJ17.1.1.B FORMS: [dialect] Ep. use πλείων or πλέων as metre requires, also nom. and acc. pl. πλέες, πλέᾰς, Il.2.129, 11.395, Call.Aet.Oxy.2080.85 (so, with ι from ε, Cret. πλίες, πλίας, Leg.Gort.7.18,24, GDI 5125 B8, also πλίαδ ([etym.] δὲ) Leg.Gort.7.29, πλίανς ib.5.54; πλέας also [dialect] Aeol., IG12(2).1.9 (Mytil., iv B. C.)); dat. pl.πλεόνεσσι Il.13.739
( πλεόνεσιν is f.l. in Hdt.7.224); Cret. also acc. sg. neut.πλίον Leg.Gort.1.37
, al., gen. πλίονος ib.2.39, al., neut. pl. πλίονα ib.4.51, πλία ib.10.17; [dialect] Aeol. [full] πλήων Hdn.Gr.2.431, also late [dialect] Dor., IPE12.79.18 (Byzant., i A. D.); [dialect] Att. Inscrr. have - ει- always before - ου- and -ω-, IG12.76.7, 22.657.25, 2498.22, etc., but - ε- and - ει- before -ο-, ib.12.94.33,40.3,4, 22.2670.4 (but always πλέον). -
4 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.).
См. также в других словарях:
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
επιμαίνω — ἐπιμαίνω (AM) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα 2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσεις αρχ. 1. παθ. ἐπιμαίνομαι κατέχομαι από σφοδρό έρωτα 2. μαίνομαι από οργή 3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου 4. ποθώ κάτι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
επιμανής — ἐπιμανής, ές (Α) 1. αυτός που επιθυμεί κάτι ή κάποιον μετά μανίας 2. μανιακός, τρελός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμανές μανιώδες ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μανής (< μαίνομαι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θ. μαν (πρβλ. μαν… … Dictionary of Greek
επιτύφομαι — ἐπιτύφομαι (Α) 1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.) 2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.) 3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον»,… … Dictionary of Greek
ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από … Dictionary of Greek
καταμαργώ — καταμαργῶ, άω και ιων. τ. έω (Α) είμαι εκτός εαυτού, έχω χάσει κάθε έλεγχο επί τού εαυτού μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαργῶ «λυσσάω, μαίνομαι»] … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek