-
1 ἐπι-μαίνομαι
ἐπι-μαίνομαι, wonach rasen, d. h. mit rasender Begierde wonach verlangen, sich bis zur Raserei wonach sehnen, bes. von der Liebe, τῷ δὲ γυνὴ Προίτου ἐπεμήνατο – φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 160; gew. mit dem dat., τρόποις ἐπεμάνην Ar. Vesp. 1466, in das Wesen rasend verliebt sein; παιδί Leon. Al. 31 (IX, 345); καλὸν ἐραστὴν ἐπιμεμηνέναι σοι Luc. D. Mar. 1, 1; ἄλλοϑεν ἄλλος ἐπεμήνατο κάλλεϊ κούρης Mus. 85; τὴν Σερβιλίαν ἐπιμανεῖσαν αὐτῷ Plut. Brut. 5; Pyrrh. 26 u. öfter; auch von Thieren, λέοντες οὐκ ἐπιμαίνονται λέουσι Luc. am. 22. – Dabei, darüber rasen, toben, δορυτίνακτος αἰϑὴρ ἐπιμαίνεται Aesch. Spt. 140; φονολιβεῖ τύχᾳ φρὴν ἐπιμαίνεται Ag. 1402; dagegen rasen, Θήβης Καπανεὺς ἐπεμήνατο πύργοις Ep. ad. 293 ( Plan. 106).
-
2 μαίνομαι
Aμᾰνοῦμαι Hdt.1.109
,μᾰνήσομαι AP11.216
(Lucill.), D.L.7.118 (neither found in [dialect] Att.): [tense] pf. with [tense] pres. sense , S.El. 879, Ar.Byz. ap. Ath.13.586f; [dialect] Dor. μέμηνα dub. in Alcm. 68; also in pass. form μεμάνημαι [ᾰ] Theoc.10.31: [tense] aor. [voice] Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι, Hdt.3.30, E.Ba. 1295: also [tense] aor. [voice] Med.ἐμηνάμην CPHerm.7.18
(iii A. D.); poet. [ per.] 2sg. ἐμήναο prob. in Bion 1.61, [ per.] 3sg.μήνατο Theoc.20.34
; part.μηνάμενος AP9.35
(Antiphil.):—on the act. forms, v. infr. 11.—Hom. uses only [tense] pres. and [tense] impf.:—rage, be furious, in Il. freq. of martial rage, , cf. 6.101, Od.9.350, etc.;χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Il.16.245
; μαίνεται ἐγχείη ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι ib.75; ; rage with anger, πατὴρ.. φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι ib. 360; ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ ib. 413;φρεσὶ μαινομένῃσιν 24.114
;μαινομένᾳ κραδίᾳ A.Th. 781
, E.Med. 432 (both lyr.);μανείσᾳ πραπίδι Id.Ba. 999
(lyr.); ὁ μανείς the madman, S.Aj. 726;μ. καὶ παραπαίω Pl.Smp. 173e
, etc.;αἱ τῶν μεμηνότων αἰσθήσεις Aristocl.
ap. Eus.PE14.20; to be mad with wine, Od. 18.406, 21.298;μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Luc.DDeor.18.2
; of Bacchic frenzy,μαινόμενος Διώνυσος Il.6.132
; [Θυιάδες] μαινόμεναι S.Ant. 1152
(lyr.);Διονύσῳ μαίνεσθαι Paus.2.7.5
;ἐπὶ τῷ Δ. Alex.223
; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be inspired by.., driven mad by.., Hdt.4.79, cf. μάντις; τὸ μαίνεσθαι madness, S.OC 1537; πλεῖν ἢ μαίνομαι I am beside myself with joy, Ar.Ra. 103, 751; of madness in animals, Plu.2.641c, al.; later simply, = ὀργίζομαι, μαινόμενος ὅτι.. PCair.Zen.41.11 (iii B. C.): freq. with words of manner,ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ' ἀνεκτῶς Il.8.355
;τάδε μαίνεται 5.185
: c. acc. cogn., l. c.;μ. μανίας Ar.Th. 793
;μ. μανίαν ἐρρωμένην Luc.Ind.22
: c. dat.,μ. γόοισι φρήν A.Th. 967
(lyr.);τόλμῃ X.Cyr.1.4.24
; πόνοις at or because of.., A.Supp. 562 (lyr.);τοῖς εὑρήμασιν E.Cyc. 465
; ἐπί τινι (sc. φιλοτιμίᾳ) Id.Ph. 535 (but ἐπί τινι, of love, Theoc.10.31);ἀμφί τινι Semon.7.33
;εἰς τὴν ποιητικήν D.S.14.109
;κατά τινος Luc.Abd. 1
;ὑφ' ἡδονῆς S.El. 1153
.2 of things, rage, riot, esp. of fire,ὡς ὅτ'.. ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται Il.15.606
, cf. Tryph.230; μαινόμενος οἶνος a hot, strong wine, Pl.Lg. 773d; of feelings, ἐλπὶς μαινομένη Orac. ap. Hdt.8.77; (lyr.); (lyr.);μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Id.Ant. 135
(lyr.);σὺν μ. δόξᾳ E.Ba. 887
(lyr.).3 ἄμπελος μαινομένη, of a vine that is never done bearing fruit, Arist. Mir. 846a38, Thphr.CP1.18.4.4 μαινόμενα ἕλκη malignant ulcers, Asclep. ap. Aët.15.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαίνομαι
-
3 μαίνομαι
μαίνομαι (ΜΑΩ, verwandt mit μαιμάω), fut. μανήσομαι u. μανοῦμαι, Her. 1, 109, perf. mit Präsensbdtg μέμηνα, perf. pass. μεμάνημαι, Theocr. 10, 31, aor. ἐμάνην, μανείς, – rasen, wüthen; Il. meist vom grimmigen Wüthen u. Kämpfen eines Gottes od. Helden in der Schlacht, von Ares, 5, 717. 831, ὅτε μαίνεται Ἕκτωρ, 21, 5 u. öfter, vgl. Ἕκτωρ δὲ μέγα σϑένεϊ βλεμεαίνων μαίνεται ἐκπάγλως, 9, 238, vom Diomedes, 5, 185, u. in demselben Sinne πῆ μέματον; τί σφῶϊν ἐνὶ φρεσὶ μαίνεται ἦτορ 8, 413; übertr. auch καὶ ἐμὸν δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν, 8, 111, vgl. 16, 75; ἤ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται, 16, 245; 15, 606 ist μαίνετο δ' ὡς ὅτ' Ἄρης – ἢ ὀλοὁν πῠρ οὔρεσι μαίνηται verbunden, wie das Feuer in den Bergen wüthet; vom heftigen Zorn, ἀλλὰ πατὴρ οὑμὸς (Zeus) φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαϑῇσιν, 8, 360; vom weinberauschten Dionysus, 6, 132; vgl. Od. 18, 406. 21, 298, wo es von Weintrunkenen, Weintollen gesagt ist; μαινομέναις φρασίν, rasend, Pind. P. 2, 26; μαινόμενος ἐπιπνεῖ Ἄρης, Aesch. Spt. 325; φρήν, κραδία, 466. 763; auch μαίνεται γόοισι φρήν, 950, im Herzen ras't der Schmerz; u. vom Wahnsinn, κλύω σ' ἐγὼ μεμηνότ' οὐ σμικρὰν νόσον, Prom. 979; μεμηνότ' ἄνδρα, μανείς, Soph. Ai. 81. 813; von bacchischer Begeisterung, Ant. 1138; μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ βακχεύων ἐπέπνει, von rasender Kampfwuth, 135; auch von der Freude, μαίνεται δ' ὑφ' ἡδονῆς, El. 1142; übh. thöricht sein, Ant. 761 O. C. 1534; in ähnlichen Vbdgn auch Eur.; εἰ μὴ μαίνομαι, Ar. Nubb. 650 Thesm. 470. – Und in Prosa, ἐμάνη μεγάλως, Her. 3, 38, ἐλπίδι μαινομένῃ πέρσαντες Ἀϑήνας, in rasender, thörichter Hoffnung, 8, 77, auch ὑπὸ ϑεοῦ μαίνεται, verzückt, begeistert sein, 4, 79; καὶ παραπαίω, Plat. Conv. 173 e, καὶ ληρεῖν, Lys. 205 a; ὁ μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκώς Rep. IX, 573 c. Ggstz von σωφρονεῖν, Phaedr. 244 a; μαίνεσϑαι ὑπὸ ἐπιϑυμιῶν καὶ ἐρώτων, Rep. IX, 578 a, wie δι' ἔρωτα μανείς, aus Liebe rasend, Phaedr. 253 c; Oratt. u. Sp.; μέμηνεν ὑπὸ σοῦ, Luc. D. D. 12, 1; μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ, ib. 18, 2; μαί. νεσϑαι ἐπί τινι, auf Etwas rasen, begierig sein, Eur. Phoen. 535; Alexis Ath. XIII, 587 b; auch εἴς τι, D. Sic. 14, 109. – Οἶνος μαινόμενος, wilder, brausender Wein, Plat. Legg. VI, 869 e. – Μανήσομαι, ein Ausruf des Unwillens, wie unser »es ist zum Tollwerden«. – Der aor. med. selten, μηνάμενος, Antiphil. 25 (IX, 35). – Das act., rasend machen, ist selten, u. im praes. erst bei Sp. (für ἐκμαίνω), der aor. schon bei Eur., σ' ἔμηνε ϑεοῠ τις βλάβη, Ion 520; οὐδ' ὡς φαρμάκοις ἑτέρα τὸν ἄνδρ' ἔμηνεν, Ar. Thesm. 561; ἔμηνε ταῦτα τὸν Ἀγησίλαον, Xen. Hell. 3, 4, 8; aber bei Bion. 1, 62 ist dieser aor. intrans.
-
4 μαίνομαι
μαίνομαι, rasen, wüten; meist vom grimmigen Wüten u. Kämpfen eines Gottes od. Helden in der Schlacht, von Ares; vom Diomedes; ἢ ὀλοὁν πῠρ οὔρεσι μαίνηται verbunden, wie das Feuer in den Bergen wütet; vom heftigen Zorn; vom weinberauschten Dionysus; von Weintrunkenen, Weintollen gesagt; μαινομέναις φρασίν, rasend; auch μαίνεται γόοισι φρήν, im Herzen rast der Schmerz; u. vom Wahnsinn; von bacchischer Begeisterung; μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ βακχεύων ἐπέπνει, von rasender Kampfwut; auch von der Freude; übh. töricht sein; ἐλπίδι μαινομένῃ πέρσαντες Ἀϑήνας, in rasender, törichter Hoffnung; auch ὑπὸ ϑεοῦ μαίνεται, verzückt, begeistert sein; δι' ἔρωτα μανείς, aus Liebe rasend; μαί. νεσϑαι ἐπί τινι, auf etwas rasen, begierig sein. Οἶνος μαινόμενος, wilder, brausender Wein. Μανήσομαι, ein Ausruf des Unwillens, wie unser 'es ist zum Tollwerden'. Das act., rasend machen, ist selten -
5 ἐπιμαίνομαι
ἐπι - μαίνομαι, aor. ἐπεμήνατο: be mad for, madly desirous, w. inf., Il. 6.160†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιμαίνομαι
-
6 ἐπιμαίνομαι
ἐπι-μαίνομαι, wonach rasen, d. h. mit rasender Begierde wonach verlangen, sich bis zur Raserei wonach sehnen, bes. von der Liebe; gew. mit dem dat., τρόποις ἐπεμάνην, in das Wesen rasend verliebt sein; auch von Tieren. Dabei, darüber rasen, toben; dagegen rasen -
7 επιμαινομαι
(fut. ἐπιμανοῦμαι и ἐπιμανήσομαι, aor. 2 ἐπεμάνην, pf. ἐπιμέμηνα)1) быть безумно влюбленным, быть одержимым страстью (к кому-л.)(τινι κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Hom.; τινι Anacr., Plut., Luc.)
2) быть в восхищении, восхищаться(τρόποις τινός Arph.)
3) бушевать, неистовствовать(δοριτίνακτος αἰθέρ ἐπιμαίνεται Aesch.)
-
8 πλείων
πλείων, [full] πλέων, ὁ, ἡ, neut. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, [comp] Comp. of πολύς (on the forms v. sub fin.),A more, of number, size, extent, etc.,οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Il.13.739
;πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Hes. Op. 380
; ἐς πλείονας οἰκεῖν govern for the interest of the majority, Th. 2.37; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν greater than.., Pi.N.7.21; τὸν πλείω λόγον all further speech, S.Tr. 731;ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει X.Cyr.7.5.39
; πλείω τὸν πλοῦν.. ποιησάμενοι having made the voyage longer, Th.8.39; ὁ π. βίος a longer life, Pl.Ti. 75c;μακροτέρα καὶ π. ὁδός Id.R. 435d
, etc.; of Time, longer,π. χρόνος Hdt. 9.111
, S.Ant.74;πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Il.10.252
.2 with Art., οἱ πλέονες the greater number, the mass or crowd, 5.673, Od.2.277;οἱ πλεῦνες Hdt.1.106
, etc.: c. gen., τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν ib.1; the people, opp. the chief men, Id.7.149, Th.8.73, 89, etc.; euphem. of the dead,ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec. 1073
;εὖτ' ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων AP11.42
(Crin.); ἐς πλεόνων μετοικεσίην ib. 7.731 (Leon.); τὸ πλεῖον πολέμοιο the greater part of.., Il.1.165; ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, opp. τοῦ μετρίου, S.OC 1211 (lyr.);τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται Th.4.17
, cf. 92.II pecul. usages of neut.:1 as a Noun, more,πλεῦν ἔτι τούτου Hdt.2.19
, etc.;εἴ τι ἐνορῶ πλέον Id.1.89
; τὸ δὲ π. nay, what is more, E.Supp. 158 (Musgr. for τί δὲ.. ); to a greater extent, Th.1.90, 7.57, etc.; πλέον or τὸ πλέον τινός a higher degree of a thing,τίς πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει; S.OT 1189
(lyr.);τὸ π. τοῦ χρόνου Th.1.118
, etc.; also τὸ π. ὃ ἀναφέρει the excess which he reports, PCair.Zen. 661 (iii B.C.); ᾧ πλεῖον the excess, prob. in PPetr.2p.42 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.742.26 (iii B. C.); πλέον ἔχειν to have the advantage, have the best of it, like πλεονεκτέω, c. gen., Hdt.9.70, Pl.R. 343d, 349b, etc.;τὸ π. πάντων ἔχειν X.Cyr.1.3.18
: more fully,μοίρης πλεῖον ἔχειν Thgn.606
;π. τινὸς φέρεσθαι Hdt.8.29
;π. φέρεσθαι τῶν ἄλλων And.4.4
, etc.; π. ποιεῖν do some good, be successful, ; οὐδὲν π. ποιήσειν, -ῆσαι, And.1.149, 4.7, cf. Pl.Phd. 115c, etc.;παραινοῦσ' οὐδὲν ἐς π. ποιῶ S.OT 918
;οὐδὲν π. ὀψοφαγῶν ποιήσεις Ath.8.344b
;οὐδὲν εἴργασμαι π. E.Hipp. 284
;οὐδὲν π. πρᾶξαι Id.IA 1373
, And.4.20, etc.; οὐδὲν ἐπίσταμαι π. have no superior knowledge, Pl.Tht. 161b; τί πλέον; what more, i.e. what good or use is it? Antipho 5.95, etc.;τί π. πλουτεῖν.. πάντων ἀποροῦντας; Ar.Pl. 531
;τί σοι π. λυπουμένῃ γένοιτ' ἄν; E.Hel. 322
;τί π. ἔστ' εἰς τέκνα πονεῖν; Supp.Epigr.1.567.1
(Karanis, iii B.C.), cf. AP7.261.1 (Diotim.); alsoοὐδὲν ἦν π. τοῖς πεπονθόσιν Lys.19.4
(= And.1.7), cf. D.35.31;ὧν οὐδέν μοι π. γέγονε Isoc.15.28
;οὐδέν γέ σοι π. ἔσται Pl.R. 341a
;τί τὸ π.; Epigr.Gr.306
a.3; ἐπὶ πλέον as Adv., more, further, Hdt.2.171, 5.51, Th.6.54, Pl.Phdr. 261b, etc.: c. gen., beyond,ἐπὶ π. τῶν ἄλλων ἰσχύσας Th.1.9
(but,ἐπὶ τὸ π. ἵκεο μοίσας
to surpassing height in..,Theoc.
1.20); alsoὅταν τις ἐς π. πέσῃ τοῦ θέλοντος S.OC 1219
codd. (lyr.); περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.2 as Adv., more, rather, π. ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι τὴν Ἑλλάδα he inclined rather to the belief.., Hdt.8.100;οὐ τοῦτο δειμαίνεις π.; A.Pr.41
;σέ.. τῶνδ' ἐς πλέον σέβω S.OT 700
;ἢ π. ἢ ἔλαττον D.18.125
; π. ἔλαττον more or less, BGU402.9 (vi A. D.), IG14.177 ([place name] Syracuse); also τὸ π., [dialect] Ion. τὸ πλεῦν, for the most part, Th.1.81, etc.; αὐτῆς τὸ π. μέτοχός εἰμι have the larger share, Hdt.3.52; τὸ π., = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ π. ἢ φόβῳ Th.1.9, cf. 2.37; ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ π., ἀλλὰ δαπάνης not so much.., as.., Id.1.83.b with Numerals,τοξότας π. ἢ εἴκοσι μυριάδας X.Cyr.2.1.6
;οἶκος πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων Is.10.23
; ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι v.l. in D.24.141 (fort. πλεῖν, v. infr.);π. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ X.Oec.21.3
:—in this sense a short form πλεῖν is used by [dialect] Att. writers (cf. Moer.p.294 P., but the rule is not universal, cf. IG22.657.25 (iii B. C.), etc.),πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας Ar.Ach. 858
; πλεῖν ἢ χιλίας (sc. δραχμάς) Id.Eq. 444;στάδια πλεῖν ἢ χίλια Id.Av.6
, cf. Nu. 1041, 1065, al.;πλεῖν ἤ γε διπλοῦν Id.Lys. 589
;πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ πρεσβύτερος Id.Ra.18
, cf. 91; πλεῖν ( πλεῖον codd.)ἢ πέντε τάλαντα D.21.173
;πλεῖν ἢ δυοῖν ποδοῖν Eub.119.10
; ἤ is freq. omitted,πλεῖν ἑξακοσίας Ar.Av. 1251
; ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα v.l. in Pl.Ap. 17d; but δέκα πλείοσιν ἔτεσι for ten years more, Id.Lg. 932c;τρεῖς μῆνας καὶ πλείω X.HG2.2.16
;λίθους.. ὅσον μνααίους καὶ πλεῖον καὶ μεῖον Id.Eq.Mag.1.16
: with number in gen.,κώμας.. οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας Id.An.3.2.34
, cf. 7.3.12.c Com., πλεῖν ἢ μαίνομαι more than to madness, Ar. Ra. 103, 751.e regul. Adv.πλειόνως Aen.Tact.7.4
, J.AJ17.1.1.B FORMS: [dialect] Ep. use πλείων or πλέων as metre requires, also nom. and acc. pl. πλέες, πλέᾰς, Il.2.129, 11.395, Call.Aet.Oxy.2080.85 (so, with ι from ε, Cret. πλίες, πλίας, Leg.Gort.7.18,24, GDI 5125 B8, also πλίαδ ([etym.] δὲ) Leg.Gort.7.29, πλίανς ib.5.54; πλέας also [dialect] Aeol., IG12(2).1.9 (Mytil., iv B. C.)); dat. pl.πλεόνεσσι Il.13.739
( πλεόνεσιν is f.l. in Hdt.7.224); Cret. also acc. sg. neut.πλίον Leg.Gort.1.37
, al., gen. πλίονος ib.2.39, al., neut. pl. πλίονα ib.4.51, πλία ib.10.17; [dialect] Aeol. [full] πλήων Hdn.Gr.2.431, also late [dialect] Dor., IPE12.79.18 (Byzant., i A. D.); [dialect] Att. Inscrr. have - ει- always before - ου- and -ω-, IG12.76.7, 22.657.25, 2498.22, etc., but - ε- and - ει- before -ο-, ib.12.94.33,40.3,4, 22.2670.4 (but always πλέον). -
9 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.). -
10 μῆνις
μῆνις, ιος u. Sp. ιδος (vgl. B. A. 1207), ἡ (von μένω od. μένος, schwerlich mit μαίνομαι zusammenhangend), dauernder, bleibender Zorn, Groll; Hom. bes. vom unversöhnlichen Zorne der Götter, Διὸς δ' ἀλεώμεϑα μῆνιν, Il. 5, 34, χαλεπὴ δὲ ϑεοῦ ἔπι μῆνις, 5, 178; auch von dem anhaltenden und unversöhnlichen Grollen des Achilleus, Il.; von dem rachesüchtigen Zorn ganzer Völker, Hes. Sc. 21; ἀφελεῖν μᾶνιν χϑονίων, Pind. P. 4, 159; μνάμων μῆνις τεκνόποινος, Aesch. Ag. 150; τελεσσίφρων, 685, der immer nur auf die zu vollendende Rache bedacht ist, öfter; neben κότος, Eum. 849; μῆνιν βαρεῖαν, Soph. O. C. 1330; ὅτου ποτὲ μῆνιν. τοσήνδε πράγματος στήσας ἔχεις, O. R. 699; μῆνιν ἔχειν τινός, Eur. Hel. 1371, öfter; μήνιες, Ap. Rh. 4, 1205; – τοῖσι μῆνις κατέσκηψε Ταλϑυβίου, Her. 7, 143; μήνιος, ibd. 137; μήτε τῶν ἄνω δείσας ϑεῶν μῆνιν, Plat. Legg. IX, 880 e; ἀπαλλάττεσϑαι τῆς μήνιος, v. l. μήνιδος, Rep. III, 390 e; Sp.
См. также в других словарях:
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
επιμαίνω — ἐπιμαίνω (AM) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα 2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσεις αρχ. 1. παθ. ἐπιμαίνομαι κατέχομαι από σφοδρό έρωτα 2. μαίνομαι από οργή 3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου 4. ποθώ κάτι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
επιμανής — ἐπιμανής, ές (Α) 1. αυτός που επιθυμεί κάτι ή κάποιον μετά μανίας 2. μανιακός, τρελός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμανές μανιώδες ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μανής (< μαίνομαι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θ. μαν (πρβλ. μαν… … Dictionary of Greek
επιτύφομαι — ἐπιτύφομαι (Α) 1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.) 2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.) 3. γεν. μαίνομαι («εἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾱλλον ἐπιτεθυμμένον»,… … Dictionary of Greek
ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από … Dictionary of Greek
καταμαργώ — καταμαργῶ, άω και ιων. τ. έω (Α) είμαι εκτός εαυτού, έχω χάσει κάθε έλεγχο επί τού εαυτού μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαργῶ «λυσσάω, μαίνομαι»] … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek