-
1 αμείβεται
-
2 ἀμείβεται
-
3 ἀμείβω
Aἄμειβον Il.14.381
: [tense] fut.- ψω A.Pr. 23
: [tense] aor. ἤμειψα, [dialect] Ep. ἄμειψα [ᾰ] h.Cer. 275, A.R.3.280; [dialect] Dor. ἄμ [pron. full] [ᾱ] Pi.P.5.38; Trag.:—[voice] Med., [tense] impf. ἠμειβόμην, [dialect] Ep.ἀμ- Il.3.171
, etc.: [tense] fut. : [tense] aor. ἠμειψάμην, [dialect] Ep. and [dialect] Ion.ἀμ- Il.4.403
, Hdt.1.37, al.:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀμειφθήσεται Hsch.
: [tense] aor. ἠμείφθην AP7.589 (Agath.), 638 (Crin.), etc. (in med. sense, Pi.P.4.102, Theoc.7.27): [tense] pf.ἤμειπται Gal.1.210
: [dialect] Ep. [tense] plpf.ἄμειπτο Nonn.D.44.241
.—Verb and compds. are almost exclus. poet. and [dialect] Ion., but used once or twice in Pl. and X., and late Prose.A [voice] Act., change, exchange, (not Od.),ἔντε' ἄμειβεν Il.17.192
, etc.: τί τινος, as γόνυ γουνὸς ἀμείβων changing one knee for other, i. e. walking slowly, ib.11.547, etc.:—so either,1 give in exchange, ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε' ἄμειβε χρύσεα χαλκείων ib. 6.235: c.acc.,δάμαρτ' ἀμείψας E.Alc.46
: or more freq.,2 take in exchange,τι ἀντί τινος Pi.P.4.17
, E.Hel. 1382; πόσιν ἀντὶ σᾶς ἀμεῖψαι ψυχᾶς redeem at that price, Id.Alc. 462, etc.;μορφὴν ἀ. ἐκ θεοῦ βροτησίαν Id.Ba.4
;ἀ. τὰν ἐμὰν [φυλακάν] Id.Rh. 527
;τιμὰν πρὸς ἀνθρώπων ἀμείψω Ibyc.24
, cf. A.Ch. 1019 (anap.) (prob.).3 in [dialect] Att. often of Place, change it, so pass, cross, πορθμόν, πόρον, Id.Pers. 69, E.IA 144, etc.:—hence,b either pass out of a house, leave it, ἀ. στέγας, δώματα, S.Ph. 1262, E.El. 750; or pass into, enter it,ἀ. θύρας Hdt.5.72
, cf. A.Ch. 571: generally,πόλιν ἐκ πόλεως ἀ. Pl.Sph. 224b
, cf. Prm. 138d; v. infr. B.11.2.4 change, alter,χρῶτα βαφῇ A.Pers. 317
;χροιᾶς ἄνθος Id.Pr.23
;ἐς κακοχυμίην ἤμειψε τὰ σπλάγχνα Aret.SD2.13
: abs., πολλὰ ἀ. change colour, Jul.Caes. 309a; so [voice] Med.,χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης Sol.27.6
.5 causal, make others change,τεύχε' ἄμειβον Il.14.381
; pass on, hand on from one to another,τέκνα.. διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χεροῖν E.Hec. 1159
.II intr. in part., [full] ἀμείβοντες, οἱ, the interchangers, i.e. rafters that meet and cross each other, Il.23.712, cf. Theo Sm.p.122 H., Nonn.D.37.588; ἐν ἀμείβοντι, = ἀμοιβάδις, Pi.N.11.42:—so prob. succeeds,E.
Or. 1503.B [voice] Med., change one with another, do in turn or alternately, abs.,ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον Il.9.471
; ;ὀρχείσθην.. ἀμειβομένω Od.8.379
; ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους at every house in turn, 1.375, 2.140; ploughed and fallow in turn,Pi.
N.6.9; so ἀμειβόμεναι ὁπλαῖς alternating, crosswise, of the motion of the legs in horses or oxen, Id.P.4.226; ἄλλα ἄλλοθεν ἀμείβεται now comes one thing, now another in turn, E.Hipp. 1108;ἀμείβεται μιάσματα Id.Med. 1267
: c. part., θρῴσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται leaps in turn.., Il.15.684:—ἀ. στενότητι vary in narrowness, X.Cyn.9.14.2 of dialogue, answer one another,Od.
3.148, etc.; in part., ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, Il.3.437, 17.33;ἀ. πρός τινα Hdt.8.60c
odd.; πρός τι ib.58, E.Tr. 903: c. acc. pers. et dat. rei, ἀ. τινα μύθῳ, μύθοις, Od. 12.278, 2.83; ἀ. τινα alone, answer one, reply to him, Il.1.172, etc.;τὸν λόγοις ἀμείφθη Pi.P.4.102
, cf. Theoc.7.27; ἀμείβετο τοῖσδε in these words, Hdt.1.35, al.:—later c. acc. rei,τούτοις ἀμείβου.. εὐμαθές τι A.Eu. 442
; ;μὴ σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον E.Supp. 478
;ταῦτα ἀμείψατο Hdt.1.37
: c. dupl. acc.,ταῦτα τοὺς φίλους ἀμείψατο Id.2.173
, cf.3.52, A.Supp. 195;ἕν μ' ἄμειψαι μοῦνον S.OC 991
; τὸν δὲ.. μῆτιν.. ἀμείβετο gave him counsel in reply, Pi.P. 9.39:—also late Prose, Luc.Alex.19.3 repay, requite, c. acc. pers. et dat. rei,δώροισιν ἀ. τινα Od.24.285
;χρηστοῖσι Hdt.1.41
, cf. 4.97;ὁμοίοις D.20.6
;ἀμείβομαί σε τῷ φυγεῖν τὴν οἰκίαν Com.Adesp.371
: c. acc. pers. only,τὸν ἄδικον ἀ. S.Fr.12
;τοὺς μὲν ἐκόλαζε, τοὺς δὲ ἠμείβετο D.C.74.8
: c. acc. et dat. rei,ἀ. εὐεργεσίας χάρισιν X.Mem.4.3.15
: c. acc. rei only,χάριν φιλότητος S.El. 134
;βροτῶν ἀσυνεσίας E.Ph. 1727
;τὴν προϋπαρχήν Arist.EN 1165a5
: rarely c. dat. pers., : rarely also c. gen. rei compensatae,ἀ. τινα τῆς δικαιοσύνης Luc.Somn. 15
:—mostly, return good for good; but also, bad for good,φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα Pi.P.7.17
; bad for bad,ἀμείψεται φόνον φόνος E.El. 1093
;κακὸν κακῷ Aret.SD2.13
.II get in exchange, [οὔτοι] νιν (sc. Καρθαίαν)Βαβυλῶνος ἀμείψομαι Pi.Pae.4.16
; θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; .2 like [voice] Act., change a place, pass either out or in,ψυχὴ.. ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Il.9.409
; and reversely of things swallowed,φάρμακα.. ἀ. ἕρκ. ὀδ. Od.10.328
;ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν.., ἡ μὲν ἔσω.. ἡ δὲ θύραζε Hes. Th. 749
;πατρίδ' ἀμειψάμενος Sol.2
;ποταμόν Simon.94
; ; ; γῆν οὐρανοῦ ἀ. change earth for heaven, Plu.2.607e;ὑπὲρ οὐδὸν ἀμειβόμενον Theoc. 2.104
; ; ἕτεραδ' ἕτερος ἀμείβεται πήματα passes through them, E.Or. 979.IV χεροῖν πίτυλον, ὃς αἰὲν δι' Ἀχέροντ' ἀ. θεωρίδα convoys, accompanies it, A.Th. 856. -
4 ἀμείβω
ᾰμείβω ( ἀμείβοντι coni.: aor. μειψεν, -ψαντες: med. ἀμείβεται; -όμενοι, -όμεναι, -ομένοις: fut. ἀμείψομαι: impf. ᾰμείβετο: aor. pass. pro med. ᾰμείφθη.1b passΚρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
2 med. c. aor. pass.a exchangeτι ἀντί τινος, ]νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι[ Pae. 4.15
b answerἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.102
c. acc. dupl.,τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.39
c requiteτὸ δἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι (i. e. ἀντιδίδοντας τῷ θεῷ τὸν ὕμνον ἀντὶ τῶν εἰς τὸν νικηφόρον εὐεργεσιῶν Σ.) I. 1.53d surpassγλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον P. 6.54
e part. in turn, by turnτοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ P. 4.93
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν ἀμειβόμενοι of oxen (τοὺς πόδας ἐναλλάσσοντες Σ.) P. 4.226καρποφόροις ἁρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι, τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.9
3 dub., ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musurus: ἐναμείβοντι codd.) N. 11.42 -
5 ΔΊω
ΔΊω, nur poet., ich fürchte, ich fliehe, ich treibe in die Flucht, scheuche, jage; verwandt δίεμαι, ἐνδίημι, δείδια δέδια, δείδω, δειδίσσομαι, διώκω (?), διερός (?), δέος, δειμός, δεῖμα, δειλός, δεινός; bei Homer δίω in den Formen δίον, δίες, δίε, δίωμαι, δίηται, δίωνται, δίοιτο, δίεσϑαι. – Das activum ist bei Homer transitiv treiben in der v. l. δίες Iliad. 22, 251 οὔ σ' ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον (δίες), οὐδέ ποτ' ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον, Scholl. Didym. γράφεται καὶ δίες· καὶ οὕτως εἶχον αἱ χαριέστεραι (vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 197 sqq.), Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ δίον ἐδιώχϑην; also Aristarch las wenigstens in seiner zweiten, von Aristonicus erklärten Ausgabe (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 34) δίον, intransitiv, fliehen; vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 18, 584. 23, 475 Apollon. Lexic. p. 59, 7; Lehrs Aristarch. p. 59. 151. Ferner das activum intransitiv, in der Bedeutung fürchten, Iliad. 9, 433. 11, 557 περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν; 5, 566 περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάϑοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο; Odyss. 22, 96 περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν – ἐλάσειεν; Iliad. 17, 666 περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ – λίποιεν. – Das medium, transitiv, treiben, scheuchen, verjagen: Iliad. 12, 276 αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους προτὶ ἄστυ δίεσϑαι; Odyss. 17, 398 ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 20, 343 αἰδέομαι δ' ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 21, 370 μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, βάλλων χερμαδίοισι; Iliad. 22, 456 δείδω μὴ δή μοι ϑρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος, πεδίονδε δίηται; 7, 197 οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται; 16, 246 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται; 18, 162 ὡς δ' ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' αἴϑωνα δύνανται ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσϑαι; 17, 110 ὥς τε λὶς ἠυγένειος, ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταϑμοῖο δίωνται ἔγχεσι καὶ φωνῇ; Odyss. 17, 317 vom Hunde Argos οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαϑείης βένϑεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅ ττι δί. οιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, vgl. Scholl Herodian. Iliad. 23, 475; Iliad. 22, 189 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται, ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· τὸν δ' εἴ πέρ τε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ, ἀλλά τ' ἀνιχνεαων ϑέει ἔμπεδον, ὄφρα κεν εὕρῃ; 15, 681 ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν εὖ εἰδώς, ὅς τ' ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται λαοφόρον καϑ' ὁδόν· πολέες τέ ἑ ϑηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες ' ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰ. εὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται. Außerdem kann man noch hierher rechnen Iliad. 12, 304, wo es von einem hungrigen Löwen heißt οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταϑμοῖο δίεσϑαι, er will nicht weggehn; da aber sonst δίομαι bei Homer nur transitive Bedeutung hat, zieht man das δίεσϑαι dieser Stelle besser zu δίεμαι, δίημι, welches vgl. – Bei Aeschyl. ist δίομαι intransitiv gebraucht, »sich scheuen« »sich fürchten«, Pers. 700 δίομαι μὲν χαρίσασϑαι, δίομαι δ' ἀντία φάσϑαι, λέξας δύσλεκτα φίλοισιν, vgl. Buttmann Gramm. 2 S. 147; dagegen transitiv, »verfolgen«, Eumenid. 357. 385 διόμεναι, Suppl 819 μετά με δρόμοισι διόμενοι.
-
6 ἀ-σφαλής
ἀ-σφαλής, ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅϑι φασὶ ϑεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; βάϑρον πολίων Ol. 13, 6; ἕρκος Aesch. Pers. 341; βούλευμα Ag. 1320; μοῖρα 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, βάσις ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; ὄχημα Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν παϑεῖν Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν παϑεῖν 8, 7, 27; καὶ βέβαιος Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. ῥήτωρ, überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως δίφρον ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως ϑέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως ϑέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευϑῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωϑήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα εἰδέναι Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
-
7 ἀμευσί-ποροι
ἀμευσί-ποροι τρίοδοι, Pind. P. 11, 38, wo sich die Wege kreuzen ( Eusth. καϑ' ἣν ἀμείβεται πορεία).
-
8 ἀμείβω
ἀμείβω, wechseln, Hom. oft, in folgenden Formen: ἀμείβων Iliad. 11, 547, ἀμείβοντες 23, 712, ἄμειβεν 17, 192, ἄμειβον plur. 14, 381; – ἀμεἰβεται 15, 684. ἀμείβεο imperat. Od. 17, 393, ἀμείβεσϑον imper. Iliad. 23, 492, ἀμειβόμενος 3, 437 u. oft, - μένω Od. 3, 148, - μενοι Iliad. 9, 471, - μένη Od. 4, 234, - μεναι Iliad. 1, 604, ἠμείβετο 1, 292 u. oft, ἀμείβετο 3, 171 u. oft, ἀμειβόμεϑα impft. Od. 11, 225, ἠμείψατο Iliad. 23, 542, ἀμείψατο 4, 403, ἀμείψεται conj. Iliad. 9, 409 Od. 10, 328, ἀμείψασϑαι Od. 2, 83, ἀμειψάμενος 24, 285; – τεύχεα πρός τινα die Rüstung mit einem wechseln Il. 6, 235, vgl. 14. 381; ἔντε' ἄμειβεν, er wechselte die Waffen, 17, 192; ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων, Knie mit Knie wechselnd, langsam schreitend, 11, 547; οἱ ἀμείβοντες die sich gegen einander lehnenden Dachsparren 23, 712, wie Nonn. 11. 37, 588; Pind. ἵππους ἀντὶ δελφίνων, austauschend, P. 4, 17; von dem Wechsel eines Ortes, λόφον P. 5, 36, über den Hügel gehen; so bes. Tragg., π ορϑμόν Aesch. Pers. 59. βαλὸν ἕρκειον πυλῶν Ch. 564; στέγας, ἑστίαν, das Haus verlassen, Soph. Phil. 1246 ( Schol. καταλιπών) Trach. 655; κέλευϑον, πόρον, Eur. Or. 1294 Iph. A. 144; Τμῶλον, nach d. Tmolus gehn, Bacch. 65; δώματα El. 750; κλίμακος βάϑρα, hinaufsteigen, Phoen. 1186. Auch in Prosa, ϑύρας ἀμεῖψαι, in die Thür hineingehen, Her. 4, 72; χώραν Plat. Parm. 138 d; πόλιν ἐκ πόλεως, von Stadt zu Stadt gehen, Soph. 224 b; γῆν Luc. Gymn. 18; öfter so in Anthol.; auch = verwandeln, χρῶτα βαφῇ Aesch. Pers. 309; μορφὴν ἐκ ϑεοῦ βροτησίαν, seine Gestalt aus der eines Gottes in die menschliche verwandeln, Eur. Bacch. 4; καινὸν ἐκ καινῶν Or. 1503; τὸν πόσιν ἀντὶ τῆς ψυχῆς Alc. 463, d. i. mit dem Leben loskaufen; πέπλους αντὶ στολῆς Hel. 1398; auch der bloße gen., πέπλους μέλανας λευκῶν 1293; Ibyc. 51 τιμὰν πρὸς ἀνϑρώπων ἀμείψω, Ehre eintauschen; χάριν τροφᾶς ἀμεῖψαι, Dank abstatten für die Erziehung, Aesch. Ag. 711; auch παλίμποινα ἀμ., vergelten, Ch. 782; ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβαδίς, Pind. N. l 1, 42. – Häufiger im med.; für den aor. med. tritt auch der aor. pass. ein, Pind. P. 4, 102; aber ἀμειφϑεῖσαι κέλευϑ οι Parm. 9 (IX, 304) sind verwechselte Wege; vgl. ἀπαμείβομαι; für sich eintauschen, vertauschen, abwechseln, Soph. Trach. 737 λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν τῶνδ' ἀμείψασϑαί ποϑεν, die jetzige Gesinnung mit einer besseren vertauschen; Hom. Iliad. 9, 471 οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον; Od. 1, 875. 2, 140 ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους; – von einem Tänzerpaare Od. 8, 379 ὠρχείσϑην ταρφέ' ἀμειβομένω; Iliad. 1, 604 φόρμιγγος, ἣν ἔχ' Ἀπόλλων, μουσάων ϑ', αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, vgl. Od. 24, 80; – bes. 1) antworten, τὸν δ'Ἑλένη μύϑοισιν ἀμείβετο Il. 3, 171, u. häufig ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, τὸν δ' ἠμείβετο; χαλεποῖσιν ἀμειβομένω ἐπέεσσιν Od. 3, 148; so Tragg., ἔπος πρὸς ἔπος Aesch. Eum. 556, ξένους ἔπη Suppl. 192, πρὸς ταῦτα 246; Soph. Phil. 378; ἕν μ' ἄμειψαι O. C. 995; μῦϑον ἀμείβεσϑαι Eur. Suppl. 478, πρῶτα σὲ πρὸς τὰ πρῶτ' ἀμείψομαι 517, ἄνδρα λόγοις Rhes. 639, πρὸς ταῦτα λόγῳ Troad. 903; Her. theils ebenso 1, 35, ταῠτα τοὺς φίλους ἠμείψατο 2, 173, theils τινὰ τοῖςδε, mit solchen Worten, 1, 120. 2, 173 u. sonst; auch Plut. u. Luc. – 2) den Ort vertauschen: ψυχή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, sobald die Seele den Zaun der Zähne überschritten hat, Iliad. 9, 409; Od. 10, 328 οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ' ἀνέτλη, ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, entweder conj. conditional. statt des optat. iterativ., oder ἀνέτλη in Präsensbdtg, wie der aor. oft, = pflegt zu ertragen; – Tragg. τόπον, πέδον, πρόϑυρα, hineingehen, Aesch. Suppl. 229 Spt. 286 Ch. 859; ὅταν δι' ἐχϑρᾶς ποὺς ἀμείβηται χϑονός Phoen. 278; πύλας Alc. 755; Pind. χϑόνα P. 4, 226; ἄλλην ἐξ ἄλλης πόλιν πόλεως, von einer Stadt zur andern gehen, Plat. Apol. 37 d; ὑπὲρ ϑύρας οὐδὸν ἀμ., über die Schwelle ins Haus gehen, Theocr. 2, 104; οὐρανοῦ γῆν ἀμειψαμένη Plut. de exil. a. E. – 3) δώροις ἀμ., Gabe mit Gabe erwiedern, Od. 24, 285; dah. übh. vergelten, χάριν Soph. El. 132; Dank erwidern, εὐεργέταν Pind. I. 1, 53; ζημίαν κέρδη πον ηρὰ ἠμείψαντο, sie gaben ihm schlechten Lohn, Eur. Cycl. 311; εἰ δ' ἀμείψεται φόνον δικάζων φόνος El. 1093; χάριν φιλότητος Soph. El. 134; εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν Xen. Mem. 4, 3, 15; τινὰ χρηστοῖ. σιν ἔργοις Her. I, 97 vgl. 2, 41; τοῖς ὁμοίοις ἀμειβόμενοι Dem. 20, 6; σὲ δὲ ϑεοὶ ἀμείψαιντο, die Götter mögen Dir vergelten, Hel.; ἀμείψομαί σε τῆςδε τῆς δικαιοσύνης Luc. Somn. 15; τινὰ δικαίᾳ ἀμοιβῇ Asin. 27.
-
9 ἄλλοτε
ἄλλοτε, ein andermal, zu anderer Zeit, sonst, Hom. z. B. Iliad. 13, 776 ἄλλοτε δή ποτε, 19, 200 ἄλλοτέ περ, 20, 90. 187 ἤδη καὶ ἄλλοτε, 22, 171 ἄλλοτε δ' αὖτε, 15, 684 ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται; 5, 595 ἄλλοτε μέν – ἄλλοτε, bald – bald, 21, 464 ἄλλοτε μέν – ἄλλοτε δέ, 18, 472 Od. 5. 331 ἄλλοτε μέν – ἄλλοτε δ' αὖτε, Iliad. 18, 159 ἄλλοτε – ἄλλοτε δ' αὖτε, 18, 602 ὁτὲ μέν – ἄλλοτε δ' αὖ, 11, 65 ὁτὲ μέν – ἄλλοτε δέ, 20, 50 ὁτὲ μέν – ἄλλοτε. 11, 566 ἄλλοτε μέν – ὁτὲ δέ, 24, 10 ἄλλοτε – ἄλλοτε δ' αὖτε – ἄλλοτε δέ – τοτὲ δέ; – τότε μέν – ἄλλοτε δέ Soph. El. 739; ποτὲ μέν – ἄλλοτε δέ Ant. 367; ἄλλοτε ἄλλος Aesch. Prom. 276 Soph. Phil. 694 und stets bei Pind. (13mäl); eben so in Prosa; auch ἄλλοτ' ἄλλῃ, ἄλλοτ' ἄλλοσε; νῦν τε καὶ ἄλλοτε δὴ πολλάκις Theaet. 187 c; ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε, dann u. wann, Xen. An. 2, 4, 26.
-
10 αμείβεθ'
ἀ̱μείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀ̱μείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres imperat act 2nd plἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres ind act 2nd plἀμείβεται, ἀμείβωchange: pres ind mp 3rd sgἀμείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
11 ἀμείβεθ'
ἀ̱μείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀ̱μείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres imperat act 2nd plἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres ind act 2nd plἀμείβεται, ἀμείβωchange: pres ind mp 3rd sgἀμείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
12 αμείβετ'
ἀ̱μείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀ̱μείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres imperat act 2nd plἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres ind act 2nd plἀμείβεται, ἀμείβωchange: pres ind mp 3rd sgἀμείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
13 ἀμείβετ'
ἀ̱μείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀ̱μείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres imperat act 2nd plἀμείβετε, ἀμείβωchange: pres ind act 2nd plἀμείβεται, ἀμείβωchange: pres ind mp 3rd sgἀμείβετο, ἀμείβωchange: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἀμείβετε, ἀμείβωchange: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
14 μέλισσα
μέλισσα (-α, -ας, -ᾶν, -αις.)a bee ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν honey O. 6.47 μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον honeycomb P. 6.54 ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον (cf. b. below) P. 10.54 ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) κηρὸς ὢς δαχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι fr. 123. 11. test., v. fr. 252.b priestess esp. of Demeter ( διὰ τὸ τοῦ ζωοῦ καθαρόν Σ, P. 4.106c. But from fr. 252 it is clear that bees sometimes had power to give indications of the future: cf. also ἱεραί, fr. 123. 11.) ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις τέρπεται fr. 158. μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ the priestess of Apollo at Delphi P. 4.60 -
15 ὁμιλέω
a c. dat. pers.εἴη ἐμὲ νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.116
ἁδόντα δ' εἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον P. 6.53
αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν (v. αἰδοῖος) I. 2.37 met., πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6II without dat., live in companyθερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις ὁμιλέων παῤ οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19
b frequent c. dat. “ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3. met., πάσαισι γὰρ πολίεσι λόγος ὁμιλεῖ Ἐρεχθέος ἀστῶν is common in P. 7.9c met., have as companionὁ δὲ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ, ποίαις ὁμιλήσει τύχαις N. 1.61
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
d ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13. b. 1. -
16 πόνος
πόνος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις, -ους.)a labour, trialἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον O. 1.60
εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
[ πόνων (coni. Er. Schmid: βωμῶν, βωμῷ codd.) O. 10.25]εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον i. e. the voyage of the Argo P. 4.178 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον i. e. of ploughing with the bulls of Aietes P. 4.243πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι P. 10.42
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78 “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν Pae. 6.89
ἐμοὶ δὲ τοῦτ[ον δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον (Π̆{S}: πορον Π: sc. of creating poetry) Πα. 7B. 22. ]γὰρ ἐπῆν πόνος Pae. 8.88
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143 νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις ἑλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. esp., of athletic effort,ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.
15.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον, οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42
καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις I. 3.17
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.25
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
fig., ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας i. e. of catching fish P. 2.79b work, that upon which one labo<*>rs μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον i. e. honeycomb P. 6.54 πόνοι χορῶν[ ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 16, cf.χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα N. 3.12
-
17 ὅδε
ὅδε, ἥδε, τόδε, demonstr. Pron.,A this, formed by adding the enclit. - δε to the old demonstr. Pron. ὁ, ἡ, τό, and declined like it through all cases: [dialect] Ep. dat. pl. τοῖσδεσσι, τοῖσδεσσιν, as well as τοῖσδε, Il.10.462, Od.2.47, al. ; andτοῖσδεσι 10.268
, 21.93 ;τοῖσδεσιν Democr. 175
;τοισίδε Hdt.1.32
, al.: [dialect] Aeol. gen. pl.τῶνδεων Alc.126
: Arg. gen. pl. τωνδεωνήν ( = τῶνδεων ἤν) Mnemos.57.208(vi B. C.): nom. pl. neut. ταδήν ibid., IG4.506.1 ; ταδή Sch.Ar.Ach. 744:—ὅδε, like οὗτος, is opp. ἐκεῖνος, to designate what is nearer as opp. to what is more remote ; but ὅδε refers more distinctly to what is present, to what can be seen or pointed out, though this distinction is sts. not observed, e.g.ξύμπας Ἀχαιῶν λαός, ἐν δὲ τοῖσδ' ἐγώ S.Ph. 1243
(v.l. τοῖς), cf. Ant. 449, and on the other hand, ἦ τόνδε φράζεις;—τοῦτον, ὅνπερ εἰσορᾷς Id.OT 1120
: the forms ὁδί, ἡδί, etc. [pron. full] [ῑ], are freq. in Com. and Oratt., but are not used in Trag.: the [pron. full] ῑ may be separated from the ὅδε by the adversative δέ, asτὸν μὲν.., τηνδεδί Ar.Av.18
, cf. Ec. 989.I of Place, to point out what is present or before one, Ἕκτορος ἥδε γυνή this is, or here is, the wife of Hector, Il.6.460 : very freq. in Trag.,ἀκτὴ μὲν ἥδε Λήμνου S.Ph.
I, cf.E.Tr.4, Ion5,Hel.I,HF 4,Ba.1 ; in Com., ἐγὼ σιωπῶ τῷδε; Ar.Ra. 1134, etc.; and in Prose,ὧν Θεόδωρος εἷς ὅδε Pl.Tht. 164e
; of what belongs to this world, Id.Phdr. 250a, Smp. 211c.2 with Verbs of action, = here, ἀνδρί, ὅστις ὅδε κρατέει who holds sway here, Il.5.175 ; ἔγχος μὲν τόδε κεῖται ἐπὶ χθονός here it lies, 20.345, cf. 21.533, Od.1.185, etc. ; ἥδ' ἡ κορώνη.. λέγει the crow here.., v.l. in Ar.Av.23 : freq. in Trag., esp. to indicate the entrance of a person on the stage, καὶ μὴν Ἐτεοκλῆς.. ὅδε χωρεῖ here comes.., E.Ph. 443, cf.S.OT 297, 531, 632, OC32, 549; f.l. in E.Heracl.80.3 with a pers. Pron., ὅδ' ἐγὼ.. ἤλυθον here am I come, Od.16.205 ; ἡμεῖς οἵδε περιφραζώμεθα let us here.., 1.76 ; δῶρα δ' ἐγὼν ὅδε.. παρασχέμεν here am I [ ready] to provide.., Il.19.140 : with a pr. n.,ὅδ' εἰμ' Ὀρέστης E.Or. 380
: withαὐτός, ὅδ' αὐτὸς ἐγώ Od.21.207
, 24.321.4 also with τίς and other interrog. words, τίς δ' ὅδε Ναυσικάᾳ ἕπεται; who is this following her? 6.276, cf. 1.225 ; τί κακὸν τόδε πάσχετε; what is this evil ye are suffering? 20.351 ; πρὸς ποῖον ἂν τόνδ'.. ἔπλει; S.Ph. 572, cf. 1204.5 in Trag. dialogue, ὅδε and ὅδ' ἀνήρ, = ἐγώ, Id.OT 534, 815, etc.; γυναικὸς τῆσδε, for ἐμοῦ, A.Ag. 1438 ;τῆσδέ γε ζώσης ἔτι S.Tr. 305
; so ξὺν τῇδε χερί with this hand of mine, Id.Ant.43, cf. OT 811.6 in Arist., τοδί designates a particular thing, 'such and such', ; , cf. b9 ;Καλλίᾳ κάμνοντι τηνδὶ τὴν νόσον τοδὶ συνήνεγκε Metaph. 981a8
; ; ἥδε ἡ ἰατρική, opp. αὐτὴ ἡ ἰ., Metaph. 997b30 ; τόδε τι a this, i.e. a fully specified particular, Cat. 3b10, al., cf. Gal.6.113,171 ;τόδε τι καὶ οὐσία Arist.Metaph. 1060b1
; πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν Ep. Jac.4.13.II of Time, to indicate the immediate present, , etc.: more strongly,κατ' ἦμαρ.. τὸ νῦν τόδε Id.Aj. 753
;τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος Od.14.161
; but νυκτὸς τῆσδε in the night just past, S.Aj.21 ;νυκτὶ τῇδε Id.El. 644
; so τῆσδε τῆς ὁδοῦ on this present journey, Id.OT 1478, cf. Ant. 878 (cj.) ; also ἀπόλλυμαι τάλας ἔτος τόδ' ἤδη δέκατον now for these ten years, Id.Ph. 312 ; τῶνδε τῶν ἀσκητῶν athletes of the present day, Pl.R. 403e.2 ἐς τόδε elliptic c. gen.,ἐς τόδ' ἡμέρας E.Ph. 425
;ἐς τόδε ἡλικίης Hdt.7.38
; πῶς ἐς τόδ' ἂν τόλμης ἔβη; S.OT 125.III in sentences beginning this is.., the Engl. this is freq. represented by nom. pl. neut. τάδε ; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν this is not an ἔρανος, Od.1.226 ; ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ'; is not this insolence? S.OC 883 ; of persons, Ἀπόλλων τάδ' ἦν this was A., S. OT 1329 (lyr.) ;οὐ γὰρ ἔσθ' Ἕκτωρ τάδε E.Andr. 168
;οὐκέτι Τροία τάδε Id.Tr. 100
(anap.) ;οὐ τάδε Βρόμιος Id.Cyc.63
(lyr.) ;οὐκ Ἴωνες τάδε εἰσίν Th.6.77
; τάδ' οὐχὶ Πελοπόννησος, ἀλλ' Ἰωνία Inscr. ap.Str.9.1.6.2 to indicate something immediately to come, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ (which then follows) Il.1.41, 504, cf. 455, al. ;Ἀθηναίων οἵδε ἀπέθανον IG12.943.2
: hence, in historical writers, opp. what goes before (cf. οὗτος c. 1.2),ταῦτα μὲν Λακεδαιμόνιοι λέγουσι.., τάδε δὲ ἐγὼ γράφω Hdt.6.53
;ταῦτα μὲν δὴ σὺ λέγεις· παρ' ἡμῶν δὲ ἀπάγγελλε τάδε X.An.2.1.20
, etc. ; v. οὗτος B.1.2 ; opp. ἐκεῖνος, S.El. 784 : rarely applied to different persons in the same sentence, νῦν ὅδε [La<*>us] πρὸς τῆς τύχης ὄλωλεν, οὐδὲ τοῦδ' ὕπο [ by Oedipus] Id.OT 948.3 as 'antecedent' to a defining Relat.,ὃν πόλις στήσειε, τοῦδε χρὴ κλύειν Id.Ant. 666
, cf. Tr.23, Ph.87, etc.: in Hom., in such cases, the δέ is separate, asὃς δέ κε μηρίνθοιο τύχῃ.., ὁ δ' οἴσεται ἡμιπέλεκκα Il.23.858
, cf. Od.11.148, 149, al. (but ὅδε sts. has its deictic force and the relat. clause merely explains, asνήσου τῆσδ' ἐφ' ἧς ναίει S.Ph. 613
, cf. Il.2.346, X.An.7.3.47, etc.).IV Adverbial usage of some cases:1 τῇδε,a of Place, here, on the spot, Il.12.345, Od. 6.173, etc. ; soτῶν τε ὑπὸ γῆς θεῶν καὶ τῶν τ. Pl.Lg. 958d
.2 acc. neut. τόδε with ἱκάνω, etc., hither, to this spot, Il.14.298, Od.1.409, al. ; alsoδεῦρο τόδε Il.14.309
, Od.17.444, 524.3 dat. pl. neut., τοισίδε in or with these words,τοισίδε ἀμείβεται Hdt.1.120
; τοισίδε προέχει in these respects, ib.32. -
18 ἀμείβω
ἀμείβω, fut. ἀμείψω, -ομαι, aor. ἠμείψατο, ἀμείψατο: I. act., change, exchange; τινός τι πρός τινα (something with one for something else), Il. 6.235 ; ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων, ‘only a little changing knee for knee’ (in retreating slowly step by step), Il. 11.547; part. as subst., ἀμείβοντες, ‘rafters’ of a house, Il. 23.712.—II. mid., change with each other, answer, pass; of responsive (‘amoebean’) singing, Il. 1.604; ‘alternating’ in the dance, Od. 8.379 ; θρώσκων ἀμείβεται, ‘springs alternately,’ Il. 15.684; ‘passing from house to house,’ Od. 1.375; ‘requiting’ one with gifts, Od. 24.285. In the sense of answer, very freq. the part. ἀμειβόμενος, ‘in reply,’ ἀμειβόμενος προσέειπεν, ἠμείβετο μύθῳ.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμείβω
См. также в других словарях:
ἀμείβεται — ἀμείβω change pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… … Dictionary of Greek
ακαλοπλήρωτος — η, ο [καλοπληρώνω] 1. αυτός που δεν καλοπληρώνεται, δεν αμείβεται ικανοποιητικά 2. (κτήμα ή εμπόρευμα) αυτός για τον οποίο δεν προσφέρεται η τιμή που αξίζει πραγματικά … Dictionary of Greek
ανικανοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν ικανοποιείται, άπληστος, αχόρταγος 2. αυτός που δεν αμείβεται ικανοποιητικά για τους κόπους του 3. αυτός που δεν αποζημιώθηκε υλικά ή ηθικά για αδίκημα που του έγινε 4. αυτός που δεν πραγματοποιήθηκε, ανεκπλήρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
είλωτας — και είλως ( ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης) δουλοπάροικος, «δούλος τού δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη νεοελλ. οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός αττικός τύπος για την προέλευση τού οποίου έχουν… … Dictionary of Greek
κομψευτικός — κομψευτικός, ή, όν (Μ) [κομψεύω] αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν βασιλέα λόγοις κομψευτικοῑς», Νικ. Χιον.) … Dictionary of Greek
κτηματομεσίτης — ο μεσίτης αγοραπωλησίας ακίνητων κτημάτων, που αμείβεται για κάθε συναλλαγή η οποία γίνεται με τη μεσολάβησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + μεσίτης. Η λ., στον τ. κτηματομεσῖται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… … Dictionary of Greek
μεγαλόμισθος — μεγαλόμισθος, ον (Α) αυτός που αμείβεται με μεγάλο μισθό, υψηλόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μισθός (πρβλ. υψηλό μισθος)] … Dictionary of Greek