Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμείβοντες

См. также в других словарях:

  • αμείβοντες — οι βλ. αμείβω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμείβοντες — ἀμείβω change pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • συγκύπτης — ὁ, Α [συγκύπτω] 1. αυτός που σκύβει προς τα εμπρός 2. στον πληθ. οἱ συγκύπται επικλινείς δοκοί της στέγης μιας κατασκευής σε σχήμα Λ, οι αμείβοντες …   Dictionary of Greek

  • τεγίδα — η, Ν ξύλινο ή σιδερένιο δοκάρι που τοποθετείται κάθετα στους αμείβοντες ή στα ζευκτά τής στέγης, κν. τραβέρσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέγος «στέγη» + κατάλ. ίδα (πρβλ. πινακ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές …   Dictionary of Greek

  • ψευδελκυστήρας — ο, Ν (δομ.) πρόσθετος ελκυστήρας τού ζευκτού στέγης, που συνδέει τους αμείβοντες παράλληλα με τον κύριο ελκυστήρα ή πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελκυστήρας] …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — άμειψα, αμείφτηκα 1. ανταμείβω, βραβεύω: Για τις υπηρεσίες του αυτές δεν αμείφτηκε. 2. η μτχ. ενεστ. στον πληθ., οι αμείβοντες σημαίνει δύο δοκάρια που έχουν συνδεθεί σε σχήμα Λ και τα οποία, στερεωμένα στο κατάστρωμα του πλοίου, χρησιμεύουν,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»