Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠμείβετο

См. также в других словарях:

  • ἠμείβετο — ἀμείβω change imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠμείβετ' — ἠμείβετο , ἀμείβω change imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠμείβετε , ἀμείβω change imperf ind act 2nd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hiātus — (lat.), 1) Öffnung, besonders des Mundes; 2) (gr. Chasmodia), in der Metrik das Zusammentreffen eines kurzen Vocals am Ende des einen u. eines Vocals am Anfang des anderen Wortes. Die Griechen vermieden den H. entweder durch den Apostroph: τὸν δ… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • πολλαπλάσιος — α, ο / πολλαπλάσιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, ίη, ον, Α 1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν) ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό …   Dictionary of Greek

  • υποβλήδην — και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α επίρρ. 1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία τού άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.) 2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.) 3. σε απάντηση, απαντώντας 4. μιλώντας με την σειρά του 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»