Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμοιβάδις

См. также в других словарях:

  • αμοιβαδίς — ἀμοιβαδὶς επίρρ. (Α) [ἀμοιβή] αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • ἀμοιβαδίς — by turns indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»