Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑαλερή

См. также в других словарях:

  • θαλερῇ — θαλερός stout fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλερή — θαλερός stout fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • θαλερός — ή, ό 1. ανθηρός, δροσερός: Θαλερή φύση. – Θαλερό δέντρο. 2. ακμαίος, σφριγηλός: Θαλερά νιάτα. – Παρά την ηλικία του είναι ακόμη θαλερός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»