-
1 μινύθησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μινύθησις
-
2 ἐπιπροσθέω
A to be before or in the way, Thphr.Vent.32; of occultations or eclipses, Zeno Stoic.1.34, Chrysipp.ib.2.199, Procl.Hyp. 5.14, al.; butτούτοις ἐ. <ἡ> ἡλίου ἀνταύγεια Ascl.Tact.12.10
; μηδὲν ἔχειν τὸ -προσθοῦν τοῖς πνεύμασι protection from the wind, Ath.Med. ap.Orib.9.12.1: c. dat., Hp.Medic.7, etc.; τὸ μέσον ἐ. τοῖς πέρασι stands before, intercepts the view of, Arist.Top. 148b27; ἐ. τοῖς πύργοις is in a line with them, so as to cover one with the other, Plb.1.47.2: metaph.,ἡ ὀργὴ.. πολλάκις τοῖς καταλαμβανομένοις-προσθεῖ Chrysipp.Stoic.3.95
;τὸν χρόνον -προσθοῦντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων Plu. Per.13
; veil, Longin.32.1:—[voice] Pass., to be occulted, Theo Sm.p.193 H.: metaph.,ὑπὸ τῶν σαρκῶν -ουμένη [ψυχή] Max.Tyr.15.6; περισπασμοῖς Hierocl.p.53A.;ὑπ' αἰδοῦς Parth.17.3
; [τὴντραγῳδίαν] ὑπὸ τῶν ὀνομάτων ἐπιπροσθουμένην obscured, Melanthiusap.Plu.2.41d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπροσθέω
-
3 περίκειμαι
A lie round about, c. dat., εὗρε σὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον νἱόν lying with his arms round him, Il.19.4 ; [ γωρυτὸς τόξῳ] περίκειτο] there was a case round the bow, Od.21.54 ; πασσάλοις (acc. pl.)κρύπτοισιν περικείμεναι.. κνάμισες Alc.15
; οἷς στέφανος περίκειται Pi.O.8.76 ; τὸ σχῆμα καὶ τὸ ὄνομα τῆς βασιλείας τινὶ π. Hdn.6.1.1 ;π. τινὶ τῶν πράξεων κηλίς Plu. Dio 56
: c. acc.,σφέας εὐσίη καὶ γαληναίη περικέαται Luc. Astr.3
: with a Prep.,περὶ [τὰς φλέβας] τὸ σῶμα π. τὸ τῶν σαρκῶν Arist. GA 764b30
: abs., τὰ περικείμενα χρυσία plates of gold laid on (an ivory statue), Th.2.13 ; [ ὁ κημὸς] περικείμενος put round the horse's mouth, X.Eq.5.3.2 metaph., οὐδέ τί μοι περίκειται there is no advantage for me, I have nought laid by, Il.9.321.b οἱ περικείμενοί τινι his supporters, POxy.1408.24 (iii A. D.).II c. acc. rei, have round one, wear, mostly in part., [τελαμῶνας] περὶ τοῖσι αὐχέσι περικείμενοι Hdt. 1.171
, cf. OGI56.67 (Canopus, iii B.C.) ; τιάρας π. Str.15.3.15 ;στεφάνους Plu.Arat.17
;πτέρυγα Luc.Icar.14
;προσωπεῖον Id.Nigr.11
, Aesop.360 ; στρατιωτικὴν δύναμιν π invested with.., Plu.Pomp.51 ; ὕβριν π. clad in arrogance, Theoc.23.14 (s. v.l.): rarely in other moods, περίκεισο ἄνθεα have garlands put round thee, AP11.38 (Polem.) ; περιέκειτο ξίφος, σχῆμα βασιλικόν, Hdn.3.5.7, 5.4.7 ;τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι Act.Ap.28.20
;περίκειται ἀσθένειαν Ep.Hebr. 5.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκειμαι
-
4 ὄγκος
ὄγκος (A), ὁ,A barb of an arrow, in pl., the barbed points,νεῦρόν τε καὶ ὄγκους Il.4.151
, cf. 214 ;ὄγκοι τοῦ βέλους Philostr.Im.2.23
: sg., Onos.19.3.------------------------------------ὄγκος (B), ὁ,A bulk, size, mass of a body,μελέων ἀριδείκετον ὄ. Emp. 20.1
;ἀέρος ὄ. Id.100.13
;σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ Parm.8.43
: freq. in Pl., ; τὸν.. ὄ. τοῦ ἀριθμοῦ their total number, Lg. 737c ; τὸν τῶν σαρκῶν ὄ. ib. 959c ; σμικρᾶς πόλεως ὄ. a city of small size, Plt. 259b ;ἔχθρας ὄ. μέγαν Lg. 843b
; θαυμαστὸν ὄ. ἀράμενοι τοῦ μύθου taking on my shoulders a monstrous great story, Plt. 277b, etc.: freq. also in Arist., the space filled by a body, opp. τὸ κενόν, Ph. 203b28, al. ;ἴσος τὸν ὄ.
in bulk, GC ; , etc.b flatulent distentions, Diocl.Fr.43 (pl.).2 bulk, mass, body, ὄ. φρυγάνων a heap of faggots, Hdt. 4.62 ; ὄ. μαλθακός mass or roll of something soft, Hp.Art.26 ; σμικρὸς ὄ. ἐν σμικρῷ κύτει, of a dead man's ashes, S.El. 1142 ; γαστρὸς ὄ., of a child in the womb, E. Ion15 ;ὄ. πλήρης φλεβίων Arist.HA 515b1
: pl., bodies, material substances,Id.
Metaph. 1085a12, 1089b14 ; also ὁ ὄ. τῆς φωνῆς the volume of the note, Id.Aud. 804a15.3 a bushy top-knot, Poll.4.133.4 the human body,τῆς χολῆς ἀναχεομένης εἰς τὸν ὄ. Ruf.Anat.30
, cf. Sor.1.26, Plu.2.653f, Gal.1.272.II metaph., bulk, weight, trouble,βραχεῖ σὺν ὄ. S.OC 1341
.2 weight, dignity, pride, and in bad sense, self-importance, pretension, ὄ. ὀνόματος μητρῷος pride in the name of mother, Id.Tr. 817 ; ὄγκον αἴρειν exalt one's dignity, Id.Aj. 129 ;βραχὺν.. μῦθον οὐκ ὄγκου πλέων
of pretension,Id.
OC 1162 ;μείζον' ὄ. δορὸς ἤ φρενῶν E. Tr. 1158
;ἔχει τιν' ὄ. Ἄργος Ἑλλήνων πάρα Id.Ph. 717
;ἐς ὄ. βλέπειν τύχης Id.Fr.81
;τοῖς ζῶσι δ' ὄγκος Id.Rh. 760
;ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄ. Isoc.1.30
;τῷ.. γένους ὄγκῳ Pl.Alc.1.121b
;πραγμάτων ὄ. Epicur. Fr. 548
;τῆς ἀρχῆς τὸ μέγεθος καὶ ὁ ὄ. Plu.Fab.4
;ὄγκον περιθεῖναί τινι Id.Per.4
, etc.3 of style, loftiness, majesty,ὄ. τῆς λέξεως Arist. Rh. 1407b26
;ὁ τοῦ ποιήματος ὄ. Id.Po. 1459b28
, cf. Demetr.Eloc.36, al.: in bad sense, bombast,ὁ Αἰσχύλου ὄ. Plu.2.79b
.III in Philos., particle, mass, body, Epicur.Ep.1p.16U., Nat.12G., Asclep. Bith. ap. S.E.M.9.363 ; so in the physiology of the Methodics, ὄγκοι καὶ πόροι, = molecules and pores, Id. ap. Gal.1.499.------------------------------------A v. ὀγκηρός fin. -
5 θοίνη
θοίν-η, [dialect] Dor. [full] θοίνα (later [full] θοῖνα LXX Wi.12.6, perh. to be read in Epich.148.1), ἡ,A meal, feast, Hes.Sc. 114, Hdt.1.119, 9.82, A.Fr.350.7, etc.: in pl., Id.Pr. 530 (lyr.), B.Fr.18;τὰς θ. κὰτ τὰν ὥραν ἀπάγεσθαι Michel995
D50;θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι Thgn. 239
; ἐκ θοίνας after dinner, Epich.148.2; ;ἐπὶ θοίνην ἰέναι Pl.Phdr. 247a
; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν θ. Arist.Fr. 549; σκευαζομένης θ. Pl.Tht. 178d, cf. Arist.Pol. 1282a22;τραπέζας ἱερὰς πρεπούσης θ. γεμίζων OGI383.146
(Commagene, i B.C.); ἐν θ. λέγειν τινά to count as a guest, and generally to take into account, Pl.Lg. 649a: metaph., Id.Sph. 251b, Phdr. 236e, X.Cyr.4.2.39. -
6 περιαμπέχω
A put round about, π. τινά τι put a thing round or over one, Ar.l.c.:—[voice] Med., put around oneself, put on, metaph.,ὀνόματα καὶ ῥήματα Pl.Smp. 221e
.II cover all over,τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν Id.Phd. 98d
; later περιαμπίσχω τί τινι Ph.l.c.: metaph.,τὰ πράγματα γυμνὰ ἐξέκειτο καὶ οὐ περιήμπισχεν αὐτὰ ἡ λέξις Philostr.VS2.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαμπέχω
-
7 περιχαλάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιχαλάω
-
8 χορτάζω
χορτάζω ( χόρτος) 1 aor. ἐχόρτασα. Pass.: 1 fut. χορτασθήσομαι; 1 aor. ἐχορτάσθην (Hes.; pap, LXX; TestSol 9:2; TestJob, TestJud) ‘to feed’① to fill w. food, feed, fillⓐ of animals, pass. in act. sense πάντα τὰ ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν all the birds gorged themselves with their flesh Rv 19:21 (cp. TestJud 21:8).ⓑ of humans τινά someone Mt 15:33; 1 Cl 59:4 (τοὺς πεινῶντας). τινά τινος someone with someth. Mk 8:4 (cp. Ps 131:15). Pass. (Pamphilus [I B.C./I A.D.] in Ael. Dion. χ, 14 ed. HErbse ’50; Epict. 1, 9, 19; 3, 22, 66; TestJob 22:2; 25:10) Mt 14:20; 15:37; Mk 6:42; 7:27; 8:8; Lk 6:21 (οἱ πεινῶντες νῦν); 9:17; J 6:26; Phil 4:12 (opp. πεινᾶν); Js 2:16. ἀπό τινος (Ps 103:13) Lk 16:21. ἔκ τινος 15:16.② to experience inward satisfaction in someth., be satisfied, fig. ext. of 1 pass. (Ps.-Callisth. 2, 22, 4 χορτάζεσθαι τῆς λύπης=find satisfaction in grief; Ps 16:15) be satisfied Mt 5:6 (χ. is also used in connection w. drink that relieves thirst: schol. on Nicander, Alexiph. 225 χόρτασον αὐτὸν οἴνῳ).—DELG s.v. χόρτος. M-M. -
9 ἐκδύω
ἐκδύω fut. ἐκδύσω LXX; 1 aor. ἐξέδυσα; fut. mid. ἐκδύσομαι LXX; aor. mid. ἐξεδυσάμην (δύω, ‘get into’; Hom. et al.; ins, pap, LXX, Test12Patr, JosAs, Philo)① to remove clothing from the body, strip, take off. Act., w. acc. of pers. (SIG 1169, 47 [IV B.C.]; PMagd 6, 13=PEnteux 75, 13 [221 B.C.]; 1 Ch 10:9; Hos 2:5) Mt 27:28; Lk 10:30. W. acc. of pers. and thing (Gen 37:23; TestJud 3:5; TestZeb 4:10) Mt 27:31; Mk 15:20.—Mid., strip, undress (oneself) abs., lit. (as X., Hell. 3, 4, 19 et al.; Is 32:11) POxy 655, 22 (ASyn. 67, 35=GTh 37). Fig., of the body as a garment (Artem. 5, 40 ἐκ τῶν σαρκῶν ἐκδύνειν) οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι we do not want to strip ourselves 2 Cor 5:4; cp. vs. 3.—Lit. on γυμνός 1.② to remove by force, plunder, fig. ext. of 1: B 10:4.—M-M. TW. -
10 ὄχλος
ὄχλος, ὁ,A crowd, throng, Pi.P.4.85, A.Pers.42 (anap.), etc.; , cf. Heracl.44; ὁ ὄ. τῶν στρατιωτῶν the mass of the soldiers, X.Cyr.6.1.26, cf. Th.6.64, 7.62;μηδένα ὄ. Πελοποννησίων νεῶν Id.2.88
; ὄχλῳ in numbers (for an army), Id.1.80;ὁ μισθοφόρος ὄ. Id.3.109
, cf.4.56; οἱ τοιοῦτοι ὄ. undisciplined masses like these, ib. 126;ὄ. μᾶλλον ἢ στρατός Hdn.6.7.1
; of the camp-followers, X.An.3.4.26, 4.3.26, etc.2 in political sense, populace, mob, opp. δῆμος ( people), Th.7.8, cf. Pl.Plt. 304d;πρὸς ὄχλον ζῶν Id.Ax. 368d
;οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄ. ἰσομοιρίαν X.Cyr.2.2.21
; δικαστηρίων καὶ τῶν ἄλλων ὄ. and popular assemblies (in a contemptuous sense), Pl.Grg. 455a, cf. Euthd. 290a: prov., δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε this is already in the mouths of the people, D.H.Lys.10, cf. J.BJ2.13.1, 4.9.2.3 generally, mass, multitude,ὄ. τὸν πλεῖστον λόγων A.Pr. 827
;τὸν πλεῖστον ὄ. τῶν πραχθέντων Isoc.12.192
; ἵππων ὄ. E.IA 191 (lyr.);ἄκριτος ἄστρων ὄ. Critias 19.5
D.; : in pl., the masses,καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Diph.24.4
, cf. Men.161.1, 466.4;πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄ. Arist.Rh. 1395b28
.II annoyance, trouble, , etc.; ὄχλον παρέχειν to give trouble, Hdt.1.86, cf. E.Med. 337, X.An.3.2.27, Pl.Phd. 84d; δι' ὄχλου εἶναι, γενέσθαι, to be or become troublesome, Ar.Ec. 888, Th.1.73, Pl.Alc.1.103a;μάταιον ὄ. τοὺς λόγους νομίσητε D.18.214
;οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄ. ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο Id.19.24
. -
11 τε
τε A1 connective,a joining words and phrases.ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38
νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62
βίαν παρθένον τε O. 1.88
ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96
ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7
Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50
Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83
ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
πόνος δαπάνα τε O. 5.15
ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
λύραι μολπαί τε O. 6.97
τῶνδε κείνων τε O. 6.102
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14
πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17
ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52
τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89
παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15
πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40
Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59
ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18
Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6
σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97
Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106
στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37
ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2
παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3
Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66
νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182
δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235
πάχει μάκει τε P. 4.245
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72
[θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24
[τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18
ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20
“ κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων” P. 9.48καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96
τέλος ἀρχά τε P. 10.10
θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35
ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26
ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12
ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7
θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56
στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19
Αἰακῷ γένει τε N. 3.28
κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51
τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29
τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8
Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44
ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
τρὶς τετράκι τ N. 7.104
Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6
πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12
ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40
ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20
κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28
αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33
Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35
Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6
Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15
Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17
αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1
υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25
Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27
Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6
Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41
κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43
πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46
ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56
τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78
καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56
πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73
where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9
παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
κολλᾷ τε O. 5.13
αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21
ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
( Ἑρμᾶν)ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγειν” P. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54
εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12
οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19
, cf. N. 5.26, A. 4 infra.c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]Σικελίας τ O. 2.9
Ἀχιλλέα τ O. 2.79
μετάλλασσέν τε O. 6.62
O. 8.19εὐφράνθη τε O. 9.62
Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88
ὁπᾷ τε O. 10.11
μέλει τε O. 10.14
δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29Νέμεά τ O. 13.34
ὅσσα τε O. 13.43
εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75
ἀλαθής τε O. 13.98
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
κλέπτει τε P. 3.29
ἕδνα τε P. 3.94
κυλινδέσκοντό τε P. 4.209
λιτάς τ P. 4.217
καταίνησάν τε P. 4.222
ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251
Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270
εὐθύτονόν τε P. 5.90
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6
“ στάξοισι θήσονταί τε” P. 9.63ὁδοί τε P. 9.68
ἄφωνοί θ P. 9.98
στρατῷ τ P. 10.8
χαίρει γελᾷ θ P. 10.36
δάφνᾳ τε P. 10.40
ἔπεφνέ τε P. 10.46
ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69
μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33κατένευσέν τε N. 1.14
ἰδίᾳ τ N. 3.24
κάπρους τ N. 3.47
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
πίτναν τ N. 5.11
φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34
τόλμαν τε N. 7.59
ἔν τε δαμόταις N. 7.65
πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18
ἁδυπνόῳ τε I. 2.25
πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7
ὔμμε τ I. 6.19
εἶπέν τε I. 6.51
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
υἱοῖσί τε I. 6.68
φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22
μάτρωί τ I. 7.24
ἔσσυταί τε I. 8.61
ἀμφί τε Pae. 2.97
ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39
ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.Εὐρίπου τε Pae. 9.49
ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.2 in enumeration,a AB τε C τε (D τε)ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83
—6.ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38
ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14
—5.Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172
ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240
ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251
—2.ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294
—5.νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65
ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114
—7.Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78
—80.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14
παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37
—42.παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25
—6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32
ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τεκώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58
αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51
στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
—7.b AB τε καὶ C ( καὶ D)ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” P. 4.49Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84
πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78
σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56
c AB τε C τε καὶ Dἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11
—12.τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81
—3.d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107
—112.Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194
—6.3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15
χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]4a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
cf. P. 1.70ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19c in hendiadysἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94
d and, in particularἘμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
[e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.a joining words, phrases, sentencesδίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18
ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23
ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69
[O. 7.5, v. B. b. infra]πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18
“ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13
—4.ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11
οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45
—6.πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14
—5.ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τεμορφάεις I. 7.22
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35
Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67
Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5
ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.c in apposition.δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75
—6.τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175
ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
—12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότατ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.e in enumeration,τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11
—2. C τε in combination with other particlesaτε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
—30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.dτε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
cf. οὔτε οὐδέ.eοὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
[f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.aνέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44
ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4
ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
ἐν δίκᾳ τε N. 5.14
παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37
ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54
ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58
]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.b after art.τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.θεᾶς θ' Pae. 3.15
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1. -
12 περιβολή
περιβολ-ή, ἡ,A covering, garment, Pl.Plt. 280b; dress, Phld.Vit.p.36 J., Arr.Epict.3.1.1, Luc.Herm.19 ;π. ἱματίων LXX Si.11.4
; turn of a bandage, Hp.Fract.14 (pl.): in various senses acc. to context, χειρῶν περιβολαί embraces, E.IT 903 ( περιβολαί alone, X.Cyn.7.3, Plu.Rom.8); περιβολαὶ χθονός, i.e. the grave, E.Tr. 389; ἐς σκοτεινὰς π. μεθῶ ξίφος scabbard, Id.Ph. 276 ; ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων tents, Id. Ion 1133 ; π. σφραγις μάτων the sealed coverings, Id.Hipp. 864; π. τοῖς σώμασι, of clothes and houses, Diog.Oen.10 ; σαρκῶν π. putting on of flesh, Aret.SD2.6 : abs., of walls round a town,ἑπτάπυργοι π. E.Ph. 1078
; αἱ ἔκτοσθεν π. Luc.Anach.20 ; ἐνιαυσία π. χλαμύδος annual investiture, Phld.Vit.p.27 J.II space enclosed, compass, οἰκίης μεγάλης π. a house of large compass, Hdt.4.79 ; precinct, Jul.Or.7.239c.b extent, degree,π. νοσήματος Hp.Epid.1.9
.2 circumference, circuit,χωρίου.. γωνιώδη π. ἔχοντος Th.8.104
;μείζω τὴν π. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.30
;κύκλον τινὰ καὶ π. ἕχουσα ὁδός Plu.Luc. 21
.III metaph.,2 ἡ π. παντὸς τοῦ λόγου the compass of the whole matter, scope, Isoc.5.16, cf. 12.244, J.AJ Prooem.2 ;ἡ καθόλου π. τῶν πραγμάτων Plb.16.20.9
.3 Rhet., expansion, amplification, Hermog.Inv.1.5,al.;ἡ π. τῶν λόγων Philostr. VS1.6
; σοφιστικὴ π. ib.1.19.1 ; prolixity, Porph.Plot.21, Longin. ap. eund.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβολή
-
13 περιστέλλω
A :—dress, clothe, wrap up,θνατὰ π. μέλη Pi.N.11.15
;σαρκῶν π. χιτῶνι Emp.126
; τινα Thphr.Char. 2.10 ;τοὺς πόδας Arist.Pr. 868b38
;κεφαλὴν τοῖς κόλποις Plb.21.38.5
;χλαμυδίῳ π. ἑαυτόν Plu.Pyrrh.11
; ἔπηξα δ' αὐτὸν εὖ περιστείλας I planted the sword wrapping it well with earth, i. e. planted it firmly, S.Aj. 821 :—[voice] Med., wrap oneself up, Hp.Epid.3.17.ιέ :—[voice] Pass., to be wrapped up,περιεσταλμένον ἀναπαύεσθαι Arist.Pr. 866a25
.b Rhet., employ compression,δεῖ π. καὶ μὴ περιουσιάζειν Corn.Rh.p.396
H.c cut down, retrench:—hence in [voice] Pass., to be dispensed with,περιέσταλται ἡμῖν πᾶν τὸ τῆς δέσεως τῶν περιτρήτων Ph.Bel.62.28
.2 lay out a corpse, Od.24.293, Hdt.2.90, 6.30, S.Ant. 903, E.Or. 1066, Men.325.12, etc. (also τάφον π. S.Aj. 1170); simply, bury, Pl.Hp.Ma. 291e, AP 7.613 (Diog. Episc.), etc.II Medic., in [voice] Pass., to be contracted round,κοιλίης περιστελλομένης ἀμφὶ τὸ ἔμβρυον Hp.Mul.1.34
; [ἡ γαστὴρ] περισταλεῖσα τοῖς ἐνυπάρχουσι Gal.UP4.7
;τοῖς σιτίοις Id.7.67
, cf. 8.440.III metaph., wrap up, cloak, cover, τἄδικ' εὖ π. E.Med. 582 ; τὰ ἁμαρτήματα, τὴν ἀμαθίαν, etc., Plb.30.4.14, Plu.2.47d, etc.;αἰσχρορρημοσύνην Phld.Rh.1.175
S.b ἐμαυτὸν περιστέλλων putting on a grave countenance, Aen.Gaz.Ep.12.2 protect, defend,ἀλλήλους Hdt.9.60
;πόλισμα Id.1.98
; π. τοὺς νόμους maintain the laws, Id.2.147, cf. 3.31 ; τὸ τοιοῦτο (sc. monarchy) ib.82 ;τὸ μὴ ἄναρχον A. Eu. 697
;εὖ π. αὐτὰ δαίμονες S.Ph. 447
;τὰ πάτρια D.24.139
; [ τὸν Ἐπίκουρον] Phld.Mort.27 :—[voice] Pass.,περισταλεὶς ὑπὸ τῆς τῶν Ἀχαιῶν πρᾳότητος Plb.2.60.4
.4 [voice] Med., τὰ σὰ περιστέλλου κακά attend to your own ills, E.HF 1129.5 [voice] Med., withdraw from society, Archig. ap. Aët.13.120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστέλλω
-
14 χιτών
χῐτών, in [dialect] Ion.Prose [full] κῐθών, ῶνος, ὁ (also prob. in Sammelb. 4291), [dialect] Dor. [full] κῐτών (q. v.):—A garment worn next the skin, tunic.I in early times, only of a man's tunic (the woman's being πέπλος, Sch.BT Il.2.42),χιτῶνα περὶ χροΐ δῦνεν Od.15.60
;κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.1.155
: sts. with a girdle, Od.14.72;τερμιόεις 19.242
, Hes.Op. 537; μαλακός, ἐΰννητος, Od.1.437, Il.24.580; [χ.] λαμπρός.. ἠέλιος ὥς Od.19.234
;χλαῖνάν τε χιτῶνά τε 14.132
, 154;οἱ δ' ἀροτῆρες ἤρεικον χθόνα δῖαν ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατ' Hes.Sc. 287
.2 later worn also by women, ;σύροισα χιτῶνα Theoc.2.73
; the Ionian sleeved χ. was distd. fr the Dorian, fastened withπερόναι, μετέβαλον [αἱ τῶν Ἀθηναίων γυναῖκες] ἐς τὸν λίνεον κ. ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται Hdt. 5.87
;οἱ πρεσβύτεροι [τῶν Ἀθηναίων] οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδὴ χιτῶνας λινοῦς ἐπαύσαντο φοροῦντες Th.1.6
, cf. Eust.954.50; χ. ποδήρης, ὀρθοστάδιος, στατός (v. sub vocc.); κιθὼν ποδηνεκής, worn by Babylonians, Hdt.1.195; κιθῶνες λίνεοι περὶ τὰ σκέλεα θυσανωτοί, worn by Egyptians, Id.2.81; κιθῶνες εἰρίνεοι, worn by Cilicians, Id.7.91; dub. in E.IT 288(pl.).II coat of mail, prob. of leather covered with scales or rings,στρεπτὸς χ. Il.5.113
;χ. χάλκεος 13.439
; κιθῶνες χειριδωτοὶ λεπίδος σιδηρέης coats of iron scales with sleeves, Hdt.7.61 (s. v.l.): but distd. fr.θώρηξ Id.9.22
, cf. X.Cyr.6.4.1.IV metaph., any coat, case, or covering, λάϊνος χιτών (v. λάϊνος) τειχέων κιθῶνες, i. e. walls, Hdt.7.139; in Anatomy, coat, membrane,τὸν ἀμφὶ τὴν ὄψιν χ. Hp.VM19
, cf. Aph.7.45, Epicur. Nat.2.993.1;ὁ.. χ. τῆς καρδίας Arist.Resp. 480a4
; χ. ὑμενώδης, ἀραχνιώδης, Id.PA 679a1, HA 557b16; τοῦ ᾠοῦ οἱ χ. οἱ περιέχοντες ib. 561a14; of foetal membranes, Sor.1.7,58, al.; τριγλοφόροι χιτῶνες, of fishing-nets, AP6.11 (Satyr.); χιτῶνες ἀραχνίων spiders' webs, Hp.Int.3: pl., pods or coats of seeds, bulbous roots, etc., Thphr. HP1.12.3, 8.4.1, CP1.4.1, al. -
15 κνῖσα
A steam and odour of fat which exhales from roasting meat, smell or savour of a burnt sacrifice ( ἡ λιπαροῦ θυμίασις, opp. λιγνύς, Arist.Mete. 387b6, cf. 388a5); ; , cf.Ar.Av. 193, 1517: generally, odour of savoury meat, Id.Ach. 1045 (lyr.), Alex.261.4;αἱ ἐκ τῶν αἱμάτων καὶ σαρκῶν κ. Porph. Abst.2.42
; of eructations, Xenocr. ap. Orib.2.58.152.II that which causes this smell, fat caul (cf. κνῖσα· ἐπίπλους, AB1095), in which the flesh of the victim was wrapped and burnt, , cf. Od.18.45, 119, etc.;κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά A.Pr. 496
:—κνίσσα, κνίσση are incorrect forms, cf. Hdn.Gr.2.901, al. -
16 νομή
A pasturage,ἀμφίβιον.. ἔδωκε ν. βατράχοισι Κρονίων Batr.59
;νομὰς νέμειν Hdt.1.110
; νομὰς νέμεσθαι ib.78, cf. Pl.Lg. 679a, Arist.HA 575b4, etc.;ποιμνίων νομαί S.OT 761
: in concrete sense, herds,X.
An.3.5.2.2 food from pasturing, Pl.Criti. 111C, etc.;αἷμα, ν. σαρκῶν Id.Ti. 80e
;ἡ προσήκουσα ψυχῆς ν. Id.Phdr. 248b
;ν. τῶν μελιττῶν τὸ θύμον Arist.HA 626
b20, cf. PCair.Zen.520.10 (iii B.C.).b metaph., spreading,ν. πυρός Plb.1.48.5
, Plu.Alex.35; freq. of sores, etc.,ν. ποιεῖσθαι
spread,Plb.
1.81.6;ὡς γάγγραινα, ν. ἕξει 2 Ep.Ti.2.17
, cf. Asclep. ap. Gal.12.995; ἵσταται ἡ ν., of baldness, Id.ib.411; spreading ulcers,Hp.
Prorrh.2.13, cf. Gal.13.860,al.;ν. σαρκὸς θηριώδεις Plu.2.165e
.II division, distribution, Hdt.2.52 (pl.), Pl.Prt. 321c, al.; of an inheritance, D.36.12; ἡ πατρῴα (v.l. πατρῴων)ν. Arist.Pol. 1303b34
; διεφθαρκὼς νομῇ χρημάτων τὸν δῆμον by largess of money, Aeschin. 2.76, cf. IG5(1).1346 ([dialect] Lacon.): in pl., = Lat. donativa, Hdn.3.8.9, 5.5.8,6.8.8.III in Law, = Lat. possessio, Wilcken Chr. 41 iii 20 (iii A.D.); μακρᾶς ν. παραγραφή, = longae posses- sionis praescriptio, Mitteis Chr. 374 i 3 (iii A.D.); ν. ἄδικος, = injusta possessio, PTeb.286.7 (ii A.D.); ἐπὶ νομῆς πέμπειν, = in possessionem mittere, Just.Nov.53.4.1. -
17 σῦριγξ
A shepherd's pipe, Panspipe,αὐλῶν συρίγγων τ' ἐνοπή Il.10.13
;νομῆες τερπόμενοι σύριγξι 18.526
;συρίγγων ἐνοπή h.Merc. 512
;ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδήν Hes.Sc. 278
;οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων S.Ph. 213
(lyr.); καλαμίνη ς. Ar.Fr. 719; .2 cat-call, whistle, hiss, as in theatres, Id.Lg. 700c; cf.συρίζω 11.2
, συριγμός:—the last part of the νόμος Πυθικός was called σύριγγες, prob. because it imitated the dying hisses of the serpent Pytho, Str.9.3.10.2 hole in the nave of a wheel, A.Th. 205 (lyr.), Supp. 181, S.El. 721, E.Hipp. 1234, Theoc.24.120, etc.; cf. Suid.4 Medic., in pl., pores or bronchial passages of the lungs, Arist.Resp. 478a13, 480b7, HA 496b3, 513b5; δι' οὗ μεριεῖται τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀρτηρίας εἰς τὰς ς. Id.PA 664a28; of other ducts or channels in the body,λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες Emp.100.2
, cf. Max.169; (anap.); of the trachea, Hp. Cord.2; the liver- duct,ἡ σ. τοῦ ἥπατος Id.Mul.1.78
(cf. ); σ. αἱματόεσσα, of a vein, A.R.4.1647; ἱερὰ ς. cavity of the spine, Poll. 2.180; passage through the elephant's trunk, Aret.SD2.13.6 σ. πτεροῦ, v. πτερόν 1.1.8 subterranean passage, gallery, mine, Plb.9.41.9, 21.28.6, Str.3.2.9, al.; of the burial vaults of the Egyptian kings at Thebes, Ael.NA6.43, Paus.1.42.3, Baillet Inscr.des tombeaux des rois à Thèbes Nos.13, 245, al.9 covered gallery or cloister, Callix.1, Plb.15.31.3;σύριγγας τῶν ὑσπλήγων δύο BCH35.286
([place name] Delos).11 perh. loop, J.AJ3.7.5. -
18 χύσις
A shedding, pouring out or forth,αἱμάτων Thphr.Fr.174.6
(pl.): metaph., squandering,οὐσίας Alciphr.1.21
.2 diffusion, e.g. of nutriment, Gal.6.87; opp. πίλησις, Id.Nat.Fac.1.3 (pl.); coupled with ἀνάλυσις, διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.136, cf. 188.3 melting,κηροῦ S.E.P.3.14
; casting, fusing, Str.16.2.25.4 dispersion,ἐν τῇ χ. τοῦ ἑνὸς πλῆθος γίγνεται Plot.6.6.1
.II liquid poured forth, flood, stream, ἐκχέασα γάποτον χ., of a libation, A.Ch.97;πόντου χ. Opp.H.5.78
;ὕδατος Arat.393
, A.R.4.1416: metaph, χρονίη χ. lapse of time, AP9.153 (Agath.).2 of dry things, heap,φύλλων χ. Od.5.483
, 19.443;νότος.. χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.Hec.1.1.11
, cf. AP9.282 (Antip.Thess.); .3 metaph. of fluency or copiousness of speech, ascribed to Cicero in contrast to the ὕψος ἀπότομον of Demosthenes,ὁ Κικέρων ἐν χύσει Longin.12.4
;ἡ χ. τῶν λέξεων Phld.Po.Herc. 1676.6
.4 quantity, abundance,σαρκῶν AP5.36
(Rufin.); χ. φαυλότητος a great deal of badness, Porph.Abst.3.2. -
19 ψιλόω
A strip bare, mostly of hair,ψ. τὴν κεφαλήν τινος Hdt.4.26
;ψιλοῦν τὰ δέρματα Thphr.HP9.20.3
; ψ. τὰ δένδρα strip them bare, ib.4.14.9:—[voice] Pass., become bald,ψιλοῦτο δὲ καλὰ κάρηνα Hes.Fr.29
;χελιδόνες.. ἐψιλωμέναι
bare of feathers,Arist.
HA 600a16.II c. gen., strip bare of,σαρκῶν ἐπωμίδα Hp.Art.1
:—[voice] Pass.,ὀστέων κατήγματα ἐψιλωμένα Id.Aph.5.22
, cf. Art.69, Arist.HA 519b5.2 strip, rob, deprive of a thing,ψ. [τινὰ] τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος Hdt.2.151
;τινὰ χρημάτων Alciphr.1.18
: abs. in same sense, X.Cyr.4.5.12:—[voice] Pass.,ἐλπίδος ὁ καιρὸς ἐψιλώθη Phld.Herc.1232p.67V.
3 generally, leave naked, unarmed, or defenceless, Th.3.109.4 [voice] Pass., to be laid bare, of roots, X.Oec.17.12 sq.; exposed, unprotected,Plb.
3.73.7;τὸ ψιλούμενον στεγαστέον X.Eq.12.7
.5 strip off, pull out,τρίχας Dsc.2.179
:—[voice] Pass., of things, to be stripped off something,τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Hdt.4.61
; cf. ψίλωμα. -
20 ἐμφόρησις
A greedy eating and drinking, Ath.1.10b;σαρκῶν - σεις Plu.2.472b
;τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34
; replelion, Paul.Aeg.6.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφόρησις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μελαίνω — (Α μελαίνω) κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.) αρχ. 1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω 2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος 3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ… … Dictionary of Greek
διάσχιση — η (Α διάσχισις) διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο νεοελλ. 1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση τού αέρα») 2. ανώμαλη και βίαιη λύση τής συνέχειας τών σαρκών 3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας,… … Dictionary of Greek
εκβλύζω — (AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω) 1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω 2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν») … Dictionary of Greek
θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… … Dictionary of Greek
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
μελασμός — μελασμός, ὁ (Α) [μελαίνω] 1. το μελάνιασμα τών σαρκών τού σώματος λόγω νεκρώσεως 2. το να βάφει κάποιος κάτι μαύρο, το μαύρισμα («μελασμοὶ τριχῶν», Διοσκ.) 3. μαύρο στίγμα, μαύρη κηλίδα 4. (για φίδι) το να έχει μαύρο δέρμα … Dictionary of Greek
ομοσαρκία — ὁμοσαρκία, ἡ (Μ) [ομόσαρκος] η ένωση τών σαρκών τού άνδρα και τής γυναίκας με τον γάμο («ὁμοσαρκία παιδουργός», Μιχ. Ακομ.) … Dictionary of Greek
περιαμπέχω — και περιαμπίσχω Α 1. βάζω κάτι ολόγυρα, περιβάλλω, περιτυλίγω 2. περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη («τὰ δὲ νεῡρα... περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾱ μετὰ τῶν σαρκῶν», Πλάτ.) 3. μέσ. περιαμπέχομαι επιθέτω κάτι γύρω από τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek
περισαρκισμός — ὁ, Α [περισαρκίζω] το κόψιμο, η αφαίρεση τών σαρκών γύρω γύρω από την πληγή … Dictionary of Greek
πρόρινον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μεταξύ τῶν σαρκῶν καὶ τοῡ δέρματος». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῥινόν (τὸ) «δέρμα»] … Dictionary of Greek
ωμοφαγία — η / ὠμοφαγία, ΝΑ [ὠμοφάγος] (ιδίως κατά την αρχαιότητα) ο διαμελισμός και η καταβρόχθιση ωμών τών σαρκών τού θύματος μετά από τη θυσία νεοελλ. η βρώση ωμών τροφίμων και, ιδίως, κρεάτων … Dictionary of Greek