-
1 περιαμπέχω
A put round about, π. τινά τι put a thing round or over one, Ar.l.c.:—[voice] Med., put around oneself, put on, metaph.,ὀνόματα καὶ ῥήματα Pl.Smp. 221e
.II cover all over,τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν Id.Phd. 98d
; later περιαμπίσχω τί τινι Ph.l.c.: metaph.,τὰ πράγματα γυμνὰ ἐξέκειτο καὶ οὐ περιήμπισχεν αὐτὰ ἡ λέξις Philostr.VS2.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαμπέχω
См. также в других словарях:
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
περιαμπέχω — και περιαμπίσχω Α 1. βάζω κάτι ολόγυρα, περιβάλλω, περιτυλίγω 2. περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη («τὰ δὲ νεῡρα... περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾱ μετὰ τῶν σαρκῶν», Πλάτ.) 3. μέσ. περιαμπέχομαι επιθέτω κάτι γύρω από τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek