Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τυραννικά

См. также в других словарях:

  • τυραννικά — τυραννικός of neut nom/voc/acc pl τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc/acc dual τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικάς — τυραννικά̱ς , τυραννικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] …   Dictionary of Greek

  • αναχρονισμός — Η αναφορά ενός γεγονότος, όχι στον σωστό του χρόνο, αλλά σε άλλον. Αυτό γίνεται επίτηδες, για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένουσκοπού. Όταν π.χ. πούμε «Έρχομαι από τα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς κυβερνούσε τυραννικά» κάνουμε α., γιατί από το… …   Dictionary of Greek

  • δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό …   Dictionary of Greek

  • καταπιεστής — ο θηλ. καταπιέστρια αυτός που καταπιέζει, που επιβάλλεται τυραννικά, ο τύραννος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιέζω. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταπιεσταί, μαρτυρείται από το 1859 στον Κ. Κριτοβουλίδη] …   Dictionary of Greek

  • κατατυραννεύω — (Μ) (επιτ. τ. τού τυραννεύω) είμαι τύραννος, κυβερνώ τυραννικά, καταπιέζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννεύω «είμαι τύραννος, κυβερνώ μοναρχικά»] …   Dictionary of Greek

  • παραβασιλεύω — Α 1. βασιλεύω κοντά στον βασιλέα, συμβασιλεύω 2. κυβερνώ κακά ή τυραννικά …   Dictionary of Greek

  • πλεονεκτώ — πλεονεκτῶ, έω, ΝΜΑ [πλεονέκτης] 1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.) 2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»