-
1 despotically
adverb δεσπότικα,τυραννικά -
2 tyrannically
adverb τυραννικά -
3 tyrannously
adverb τυραννικά -
4 самодурствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. φέρνομαι, ενεργώ αυθαίρετα, σαν σατράπης, τυραννικά. -
5 despotça
αυταρχικά, τυραννικά
См. также в других словарях:
τυραννικά — τυραννικός of neut nom/voc/acc pl τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc/acc dual τυραννικά̱ , τυραννικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικάς — τυραννικά̱ς , τυραννικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] … Dictionary of Greek
αναχρονισμός — Η αναφορά ενός γεγονότος, όχι στον σωστό του χρόνο, αλλά σε άλλον. Αυτό γίνεται επίτηδες, για την εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριμένουσκοπού. Όταν π.χ. πούμε «Έρχομαι από τα Γιάννενα όπου ο Αλή πασάς κυβερνούσε τυραννικά» κάνουμε α., γιατί από το… … Dictionary of Greek
δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό … Dictionary of Greek
καταπιεστής — ο θηλ. καταπιέστρια αυτός που καταπιέζει, που επιβάλλεται τυραννικά, ο τύραννος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιέζω. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταπιεσταί, μαρτυρείται από το 1859 στον Κ. Κριτοβουλίδη] … Dictionary of Greek
κατατυραννεύω — (Μ) (επιτ. τ. τού τυραννεύω) είμαι τύραννος, κυβερνώ τυραννικά, καταπιέζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννεύω «είμαι τύραννος, κυβερνώ μοναρχικά»] … Dictionary of Greek
παραβασιλεύω — Α 1. βασιλεύω κοντά στον βασιλέα, συμβασιλεύω 2. κυβερνώ κακά ή τυραννικά … Dictionary of Greek
πλεονεκτώ — πλεονεκτῶ, έω, ΝΜΑ [πλεονέκτης] 1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.) 2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek