Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ώτατος

См. также в других словарях:

  • τηλικώτατος — άτη, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «τηλικώτατος πρεσβύτατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλίκος «τόσο μεγάλος, τόσο ηλικιωμένος» + κατάλ. ώτατος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. νε ώτατος)] …   Dictionary of Greek

  • αερώτατος — η, ο 1. πολύ ευάερος, πολύ δροσερός 2. ο πολύ καθαρός 3. ο πολύ ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κατάλ. ώτατος, κατά τα επίθ. υπερθ. βαθμού] …   Dictionary of Greek

  • ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… …   Dictionary of Greek

  • ιδιαίτατος — η, ο (Α ἰδιαίτατος, άτη, ον) ο εντελώς ξεχωριστός, ο ολωσδιόλου εξαίρετος («ὁ δ ἐλέφας ἰδιαίτατον ἔχει τοῡτο τὸ μόριον τῶν ἄλλων ζῷων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. υπερθ. βαθμού αιτατος (αντί οτατος / ωτατος), πρβλ. ησυχ αίτατος, παλ… …   Dictionary of Greek

  • νεώτατος — ή, ο (Α νεώτατος, άτη, ον) υπερθ. τού νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + κατάλ. υπερθ. ώτατος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»