Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μέτριον

См. также в других словарях:

  • μετρίον — μετρίον, τὸ (Α) [μέτρον] υποκορ. τού μέτρον …   Dictionary of Greek

  • μέτριον — το βλ. μέτριος· …   Dictionary of Greek

  • μετρίον — μετρέω measure pres part act masc voc sg (doric) μετρέω measure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτριον — μέτριος within measure masc acc sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc sg μέτριος within measure masc/fem acc sg μέτριος within measure neut nom/voc/acc sg μετρέω measure imperf ind act 3rd pl (doric) μετρέω measure imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτριος — α, ο (ΑΜ μέτριος, ία, ον, Α θηλ. και ος, αιολ.τ. μέτερρος) 1. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, που υπάρχει ή γίνεται με μέτρο, κανονικός, μέσος (α. «μέτριο ανάστημα» β. «μέτρια θερμοκρασία» γ. «ἁπτόμενοι δὲ σφι ἐπελθεῑν ἄνδρας σμικροὺς μετρίων… …   Dictionary of Greek

  • νειλομέτριον — νειλομέτριον, τὸ (Α) ειδική εγκατάσταση στον ποταμό Νείλο για τη μέτρηση τής ανύψωσης και πτώσης τών υδάτων τού ποταμού, που παρατηρείται κάθε χρόνο, αλλ. νειλοσκοπείον, το σημερινό νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + μέτριον < μέτρον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • верста — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  l) (μέτριον), поприще, мера расстояния (Ион. 15, 2); (στάδιον); то… …   Словарь церковнославянского языка

  • мѣрьныи — (10) пр. Являющийся мерой: хлѣбомъ спѹдовъ •д҃• вина мѣрныхъ •ƨ҃• кѹтии пшеницѣ спѹды •г҃• сочива спѹда •в҃• УСт XII/XIII, 244 об.; ♦ мѣрьна˫а кърчага см. кърчага. 2. Такой, который можно измерить: Величство ѹбо мѣритсѧ. множьство же чтетсѧ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επισυμπίπτω — ἐπισυμπίπτω (Α) 1. αναπηδώ μαζί ξανά 2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.) 3. συμπίπτω …   Dictionary of Greek

  • ευπινής — εὐπινής, ές (Α) 1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι 2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός 3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής 4. (για ύφος) απλό, αφελές 5. (κατά τον …   Dictionary of Greek

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»