Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπίταγμα

См. также в других словарях:

  • επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίταγμα — injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίταγμα — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίταγμ' — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιταγμάτων — ἐπίταγμα injunction neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγμασι — ἐπίταγμα injunction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγμασιν — ἐπίταγμα injunction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματα — ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματι — ἐπίταγμα injunction neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτάγματος — ἐπίταγμα injunction neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»