Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τελῶ

См. также в других словарях:

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελώ, τέλεσα βλ. πίν. 76 Σημειώσεις: τελώ : η μτχ. τετελεσμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο σε εκφρ. όπως: προ τετελεσμένων γεγονότων (→ μπροστά σε ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, σε ήδη συντελεσμένες πράξεις) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τελώ — τέλεσα, τελέστηκα, (τε)τελεσμένος 1. μτβ., πραγματοποιώ, κάνω: Τελώ τους γάμους μου. 2. αμτβ., είμαι, βρίσκομαι: Τελεί προφυλακισμένος. 3. το μέσ., τελούμαι πραγματοποιούμαι, γίνομαι: Τελέστηκαν τα εγκαίνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελῶ — τέλλω accomplish fut ind act 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil fut ind act 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil pres subj act 1st sg (attic epic doric) τελέω fulfil pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТЕЛОНЫ —    • Τελω̃ναι,          см. Πρόσοδοι Доходы государства, 1, 7 и 8 …   Реальный словарь классических древностей

  • ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγώ — (ΑΜ μυσταγωγῶ έω) [μυσταγωγός] 1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ 2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώ αρχ. 1. τελώ ιεροτελεστίες 2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν,… …   Dictionary of Greek

  • αρραβωνιάζω — (Μ ἀρραβωνιάζω) 1. τελώ τον αρραβώνα κάποιου 2. μέσ. ( ομαι) τελώ τον αρραβώνα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) αρραβωνίζομαι*, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • εφαγνίζω — ἐφαγνίζω και δ. αν. αφαγνίζω* (Α) τελώ ιερή λατρεία, τελετή, ειδ. νεκρική θυσία, τελώ τις καθιερωμένες τελετές προς τους νεκρούς («Ἐτεοκλέα μέν... τάφῳ κρύψαι καὶ τὰ πάντ ἐφαγνίσαι [δ. αν. ἀφαγνίσαι]», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγνίζω (<… …   Dictionary of Greek

  • στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… …   Dictionary of Greek

  • συνιερολογώ — έω, Μ μετέχω σε ιερολογία, τελώ μαζί με άλλους την ίδια ιεροπραξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱερολογῶ «ευλογώ, τελώ ιεροπραξία»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»