Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τελεῖται

См. также в других словарях:

  • τελεῖται — τέλλω accomplish fut ind mid 3rd sg (attic epic) τελέω fulfil fut ind mid 3rd sg (attic epic) τελέω fulfil pres ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • τελεῖθ' — τελεῖτε , τέλλω accomplish fut ind act 2nd pl (attic epic) τελεῖται , τέλλω accomplish fut ind mid 3rd sg (attic epic) τελεῖτο , τελέω fulfil pres opt mp 3rd sg (epic ionic) τελεῖτε , τελέω fulfil fut ind act 2nd pl (attic epic) τελεῖτε , τελέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεῖτ' — τελεῖτε , τέλλω accomplish fut ind act 2nd pl (attic epic) τελεῖται , τέλλω accomplish fut ind mid 3rd sg (attic epic) τελεῖτο , τελέω fulfil pres opt mp 3rd sg (epic ionic) τελεῖτε , τελέω fulfil fut ind act 2nd pl (attic epic) τελεῖτε , τελέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… …   Dictionary of Greek

  • αγιομνήσι — το (Μ ἁγιομνήσιον) νεοελλ. 1. θρησκευτικό πανηγύρι που τελείται συνήθως στα ξωκλήσια 2. το ξωκλήσι, όπου τελείται θρησκευτικό πανηγύρι μσν. άγια, ιερή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι] …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά …   Dictionary of Greek

  • λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφάνια ή Επιφάνια — Μία από τις μεγάλες γιορτές της χριστιανικής Εκκλησίας που τελείται στις 6 Ιανουαρίου. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε για πρώτη φορά τον 2o αι. στην Αίγυπτο, όπως μας πληροφορεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, όπου μερικοί Γνωστικοί χριστιανοί γιόρταζαν στις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»